Καταπληκτικό στο πνεύμα των χριστουγέννων. έτσι και αλιώς αυτή η γιορτή πέρα από την όποια θρησκευτική προσέγγιση είναι μία γιορτή αγάπης. τα κάλαντα ήταν ποντιακά; ευχές πολλές σε όλες / όλους --Κώστας-- ----- Original Message ----- From: "mlaspas" <mlaspas@xxxxxxxxx> To: <orasi@xxxxxxxxxxxxx> Sent: Friday, December 24, 2010 6:32 AM Subject: [orasi] Χρόνια Πολλά καιΚαλά Χριστούγεννα! > Χριστούγεννα χωρίς παραμυθάκι δεν γίνεται, έτσι δεν είναι; > Το χαρίζω σε όλους σας από τα βάθη της καρδιάς μου, κυρίως όμως σταμικρά > παιδιά των φίλων της λίστας. > > Ήταν που λες μια φορά ένα σκιουράκι. > Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. > Ούτε έξυπνο, ούτε κουτό. > Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε, > που θα 'μοιαζε μ' όλα τα άλλα, > αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια. > Μόλις σουρούπωνε, το 'σκαγε από τη φωλιά του > και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους, > δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα ζώα > που πήγαιναν να πιούν νερό... > Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια κι αρκούδες > και λαγοί κι ασβοί και βατραχάκια... > Το σκιουράκι ένιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι, > πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. > Έτσι, τα σταματούσε όλα, τα κοίταζε στα μάτια > και τα ρωτούσε:- Μπορείς να μ' αγαπάς; > Τα πιο πολλά γελούσαν. ¶λλα δεν έμπαιναν στον κόπο > να απαντήσουν. Και άλλα του έλεγαν: > -Δεν έχω χρόνο - ή δεν ξέρω τι είναι ν' αγαπάς... > Κι αυτό γινόταν κάθε σούρουπο κι έτσι > είχαν τα πράγματα, ώσπου μια μέρα, > το σκιουράκι ξαναρώτησε κι ένας ασβός > του χαμογέλασε και του είπε: > - Μπορώ. Έλα να αγαπηθούμε. > - Μπορείς; Πόσο χαίρομαι! > Πες μου, όμως, τι πά' να πει ν' αγαπηθούμε; > - Λοιπόν, το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς > να καταλάβεις. Και τώρα άκου: > Ν' αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα > πά' να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια. > Κι έτσι κοιταζόταν στα μάτια για μερόνυχτα... > > - Τώρα αγαπιόμαστε; - Όχι βέβαια. > Αλίμονο αν ήταν τόσο απλό. > Ν' αγαπηθούμε πά' να πει να φτιάξουμε κάτι μαζί. > Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα!... > - Τι ωραίο να σ' αγαπάω! Τώρα δεν αγαπιόμαστε; > - Όχι ακόμα. Γιατί ν' αγαπηθούμε πά' να πει > και να 'χουμε κάτι ο ένας απ' τον άλλον. > Δώσε μου λίγο απ' το καστανόμαυρο τρίχωμά σου > κι εγώ θα σου δώσω από το κίτρινο των ματιών μου. > Κι έκαναν έτσι... Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε > στα μάτια του ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη > τους στα δικά του μάτια. Κι ύστερα του χάρισε > το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε > στην πλάτη του. - Τώρα αγαπιόμαστε; > - Όχι, όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο. > Πρέπει να αγκαλιαστούμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, > και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μιαν > αχτίδα από φως. Έλα, με το ένα, με το δύο, με το τρία, > να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα. > - Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεεεεεεεε... ωπ! > - Τώρα αγαπιόμαστε; - Τώρα. > Και που λέτε, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, > κάπως έτσι έγινε κι έτρεχαν για τον ήλιο. > Κι άρχισε να πέφτει βροχή, γλυκιά σα μέλι. > Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους, > που απ' την τεράστια ταχύτητα > - που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ' αστέρια > - έγιναν ένα... Κι ύστερα βγήκε ένα ουράνιο τόξο > τόσο λαμπερό, που όλοι στη γη βάλανε το χέρι > πάνω από τα μάτια να μην τυφλωθούνε, > κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω > απ' τα σύννεφα... > > Και πέρασε καιρός. Να 'τανε χρόνια, > να 'τανε ένα λεπτό μονάχα, > κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, > γιατί ο χρόνος ήταν άχρονος, μέχρι > που ο ασβός ψιθύρισε: > - Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί. > Μπορεί και να ζαλίστηκα απ' το τρέξιμο. > Θα 'θελα να γυρίσω πίσω. > - Κουράστηκες; Όμως, δεν τρέχουμε > πατώντας στο χώμα. Είναι το φως που μας κουβαλάει. > Δεν είναι κουραστικό. - Για μένα είναι. > Έπειτα το 'χω ξανακάνει. Λίγοι το αντέχουν > δεύτερη φορά.Είν' επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω... > Αυτά είπε. Και με μεγάλη ευκολία, > πήδηξε σ' ένα μετεωρίτη που κατέβαινε > στη γη και χάθηκε... > - Μη φεύγεις, φώναξε το σκιουράκι. > Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια > να σταματήσω, κι είν' αστείο να τρέχω μόνος μου > στον ουρανό... Όμως, τη φωνή του την άκουσε μονάχα > το σκοτάδι, κι ίσως - δε σας τ' ορκίζομαι - > το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά. > - Εεεεεεε... ωωωωωωωωωω... Είναι κανείς εδώ; > Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο. > Ποιος θα μπορούσε να μου πει πώς θα ξαναγυρίσω πίσω; > Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήτανε άδειο, > κι έτσι δεν του απάντησε κανένας. > - Μου φαίνεται πως τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα. > Κι άρχισα να κρυώνω. > Κι αν τρέχω έτσι μόνο μου για πάντα; > > Εεεεεεε... ωωωωωωωωω... Βοήθεια! > Δεν είναι κανείς εδώ; > Τότε, μια μικρή φωνούλα > έφτασε στ' αφτιά του, τόσο γλυκιά και σιγανή > σα να 'βγαινε από μέσα του. > - Ψιτ, ψιτ! Σκιουράκι! - Μου μίλησε κανείς; > Τίποτε δεν βλέπω. - Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου. > Είμαι η ηλιαχτίδα που σε κουβάλησε μαζί > με τον ασβό βόλτα στον Γαλαξία. > Ακόμα πάνω μου τρέχεις. > ¶κου. Μόνο εγώ μπορώ να σε γυρίσω πίσω. > Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω από τη γη, > ύστερα σιγά-σιγά θα κατέβουμε. > Μόνο που 'χω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα > κι η ενέργειά μου έχει σχεδόν εξαντληθεί. > Για να γυρίσουμε πρέπει να θυσιάσεις κάτι από σένα, > να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να προχωράμε... > - Ότι πεις. Τι θες να θυσιάσω; > - Ξέρω κι εγώ;... Το τρίχωμά σου, τις πατούσες σου, > ένα κομμάτι από την καρδιά σου... > - Το τρίχωμά μου, οι πατούσες μου, δικά σου. > Μόνο που καρδιά δεν έχω πια. > Την πήρε ο ασβός μαζί του. Κι αυτό δεν αλλάζει... > - Εντάξει, παίρνω τις πατούσες σου. > Ελπίζω να μας φτάσουν. Καίω την πρώτη... > Μην πονάς πολύ. Μην κλαις, δεν το αντέχω. > Ησύχασε. Κρατήσου τώρα. > Αλλάζουμε πορεία. Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά... > Το σκιουράκι μ' ένα πόδι, κοίταζε τη γη > - τόσο μικρούλα - κι όμως του φαινότανε > πως διέκρινε στο δάσος τον ασβό του. > Κι ήταν το κέντρο της γης ο ασβός γι' αυτό. > Μόνο εκείνος μέτραγε εκεί κάτω. Τίποτα άλλο. > - Παράξενο να μπαίνεις σε τροχιά. > Το κέντρο της ζωής σου είν' αυτό το κάτι που > τρέχεις γύρω του. Κι όμως είν' άσκοπο να τρέχεις, > γιατί δεν μπορείς να το φτάσεις, > ούτε και να ξεφύγεις απ' αυτό... > - Σσσσσσστ! Μη μιλάς, δάγκωσε τα χείλη, > είπε η ηλιαχτίδα. Καίω τη δεύτερη πατούσα. > Κατεβαίνουμε... > Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν > κάνοντας τούμπες στον αέρα, μέσα > σε ρεύματα τόσο τρελά, που όλα δείχνουν > πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε. > Το σκιουράκι δίχως πόδια, κι η γη > να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος > να φαίνεται πια καθαρά, τα δένδρα, τα πουλάκια, > το ποτάμι και ξαφνικά... Πλατς!... > Και μετά τίποτα... Όταν το σκιουράκι, ύστερα > από ώρα, άρχισε να συνέρχεται, > πόναγε σ' όλο του το κορμί. > Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά του > και του έβαζε οινόπνευμα κι ύστερα φυσούσε > τις πληγές για να μην τσούζει, και του 'βαζε > κομπρέσες κι επιδέσμους και το χάιδευε... > - Ο ασβός μου, σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια. > > Όμως, είδε να σκύβει πάνω του ένας κάστορας. > Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας > μ' αστεία μουσούδα, που όμως το βλέμμα του > ήταν τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες > πως λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στη ματιά του. > Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο, μα τόσο τρυφερό, > που το σκιουράκι ούτε να δακρύσει > από ευγνωμοσύνη δεν μπορούσε. > Κοιταζόταν σιωπηλά ώρα πολλή. > Ύστερα, ο κάστορας ρώτησε κάτι που το σκιουράκι > άπειρες φορές είχε ρωτήσει πιο παλιά, > όταν ήταν ανυποψίαστο για όλα... > - Μπορείς να μ' αγαπάς; > Το σκιουράκι αναστέναξε, χωρίς καθόλου λύπη. > - Φοβάμαι πως δεν μπορώ. > Δεν έχω πια καρδιά για ν' αγαπήσω... > - Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω > ένα κομμάτι απ' τη δικιά μου. > - Όμως ν' αγαπηθούμε πά' να πει να τρέχουμε μαζί > - κι εγώ δεν έχω πόδια. - Να τρέχουμε, έτσι άσκοπα, > γιατί; > Ν' αγαπηθούμε πά' να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο, > όπως μπορούμε. > Το πιο σπουδαίο είναι να 'μαστε > οι δυο μας, και όχι πόσο γρήγορα θα τρέχουμε, > ούτε που θα πάμε... Μικρό μου σκιουράκι, > αν μπορείς να μ' αγαπάς, θα σου φτιάξω δεκανίκια > από ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς. Κι αν δε θες, > θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια. > Κι αν κουραστείς, θα σε πάρω αγκαλιά > και θα 'ναι πιο όμορφα, γιατί θ' ακούω την ανάσα σου > κι η μυρωδιά σου θα μπει μέσα στο πετσί μου > και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ, > θα 'μαστε εμείς... > Τι έγινε μετά, κανείς δεν έμαθε > στα σίγουρα - κι εγώ που να το ξέρω; > Λένε πως τους είδανε να φεύγουνε για την Ανατολή, > περπατώντας με τα χέρια, και να γελάνε, να γελάνε... > Ο απόηχος απ' το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα > των δένδρων - λένε... Πάντως, ποτέ - μα ποτέ > - κανείς πια δεν τους ξανάδε....... > > Οταν αγαπάς, πρέπει να είσαι έτοιμος να κάνεις θυσίες. > > Μια μέρα χωρίς χαμόγελο,είναι μια μέρα χαμένη.... > > _____________________ > > orasi mailing list > διαβάστε για αυτή την λίστα και τα θέματα που συζητά στο > //www.freelists.org/webpage/orasi > > Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το δουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας > στείλτε email στην διεύθυνση > orasi@xxxxxxxxxxxxx > > Για να διαγραφείτε από αυτή την λίστα μπορείτε οποιαδήποτε στιγμή να > στείλετε email στην διεύθυνση > orasi-request@xxxxxxxxxxxxx > και στο θέμα γράψτε unsubscribe. > > Το αρχείο της λίστας βρίσκεται στο > //www.freelists.org/archives/orasi > > ______________ > > > > _____________________ orasi mailing list διαβάστε για αυτή την λίστα και τα θέματα που συζητά στο //www.freelists.org/webpage/orasi Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το δουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας στείλτε email στην διεύθυνση orasi@xxxxxxxxxxxxx Για να διαγραφείτε από αυτή την λίστα μπορείτε οποιαδήποτε στιγμή να στείλετε email στην διεύθυνση orasi-request@xxxxxxxxxxxxx και στο θέμα γράψτε unsubscribe. Το αρχείο της λίστας βρίσκεται στο //www.freelists.org/archives/orasi ______________