*πάσο 1* το [páso] Ο39<http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%A0%CE%91%CE%A3%CE%9F&dq=> *:* *1.* (έκφρ.) *με το* ~* μου,* αργά, χωρίς βιασύνη: *Έρχομαι / πηγαίνω / δουλεύω με το* ~*μου. Σου είπα να βιαστείς αλλά εσύ με το* ~* σου. (πάω)* ~* :* α. (σε χαρτοπαίγνιο) δε χρησιμοποιώ το δικαίωμά μου, τη σειρά μου να παίξω. β. (μτφ.) υποχωρώ σχετικά με κτ. σε συζήτηση ή παύω να ασχολούμαι με ορισμένη υπόθεση: *Aν επιμένεις, εγώ πάω* ~*.* *2.* δελτίο με το οποίο ο κάτοχός του εξασφαλίζει ορισμένο προνόμιο, ιδίως μειωμένη τιμή: *Mαθητικό / φοιτητικό* ~* για τα αστικά / υπεραστικά λεωφορεία.* ~* πολυτέκνου.* *3.* το διάστημα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις αυλακώσεις της βίδας: *Bίδα με χαλασμένα πάσα.* [1, 3: ιταλ. passo `βήμα΄· 2: κατά τη σημ. του γαλλ. passe ή του αγγλ. pass] *πάσο 2* το *:* άνοιγμα σε μεσότοιχο για το πέρασμα αντικειμένων από τον ένα χώρο στον άλλο. [ιταλ. passo `πέρασμα΄]