[theatriki_tuc] Re: lalalaalal - astritsion 2010

  • From: antonio spanoudakis <spanoudakis.a@xxxxxxxxx>
  • To: theatriki_tuc@xxxxxxxxxxxxx
  • Date: Fri, 2 Jul 2010 20:51:02 +0300

*πάσο 1* το [páso]
Ο39<http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%A0%CE%91%CE%A3%CE%9F&dq=>
 *:* *1.* (έκφρ.) *με το* ~* μου,* αργά, χωρίς βιασύνη: *Έρχομαι / πηγαίνω /
δουλεύω με το* ~*μου. Σου είπα να βιαστείς αλλά εσύ με το* ~* σου. (πάω)* ~*
:* α. (σε χαρτοπαίγνιο) δε χρησιμοποιώ το δικαίωμά μου, τη σειρά μου να
παίξω. β. (μτφ.) υποχωρώ σχετικά με κτ. σε συζήτηση ή παύω να ασχολούμαι με
ορισμένη υπόθεση: *Aν επιμένεις, εγώ πάω* ~*.* *2.* δελτίο με το οποίο ο
κάτοχός του εξασφαλίζει ορισμένο προνόμιο, ιδίως μειωμένη τιμή: *Mαθητικό /
φοιτητικό* ~* για τα αστικά / υπεραστικά λεωφορεία.* ~* πολυτέκνου.* *3.* το
διάστημα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις αυλακώσεις της βίδας: *Bίδα με
χαλασμένα πάσα.*

[1, 3: ιταλ. passo `βήμα΄· 2: κατά τη σημ. του γαλλ. passe ή του αγγλ. pass]
*πάσο 2* το *:* άνοιγμα σε μεσότοιχο για το πέρασμα αντικειμένων από τον ένα
χώρο στον άλλο.

[ιταλ. passo `πέρασμα΄]

Other related posts: