παιδιά μήπως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε σε κάτι? Πολύ συχνά σε κείμενα που διαβάζω μου λέει < και > και έτσι χάνω τον ειρμό, άσε που νευριάζω κι όλας. Πως μπορώ να το σταματήσω αυτό το πράγμα? ----- Original Message ----- From: "Kostas Theodoropoulos" <ksteo@xxxxxxxxx> To: <orasi@xxxxxxxxxxxxx> Sent: Monday, March 21, 2011 2:49 PM Subject: [orasi] ΜίμινάσιΧοϊτσι > Εδώ και μερικούς αιώνες ζούσε στην > Ακαμαγκασέκι ένας τυφλός που τον έλεγαν > Χοϊτσι και ήταν ξακουστός για την τέχνη > του στην απαγγελία και στο παίξιμο της > <μπίβα>. > (Η μπιβα, ένα ειδος λαγούτου με τέσσερις > χορδές, γενικό χρησι μαζει σε μουσική > απαγγελία. Αρχικά οι τραγουδοποιοι, που > απάγγελαν το <Χέίκε Μονογκατάρι> κι > άλλες τραγικές ιστοριες, > ονομάζονταν..μπίβαχώσι, Ή <παπάδες του > λαγούτου>.( Από παιδί τον είχαν μάθει > ν'απαγγέλει και να παίζει, κι όταν ακόμα > ήταν νέος είχε περάσει τους δασκάλους > του. Ως <μπίβαχώσι> το επάγγελμα, έγινε > ξακουστός και περισσότερο για τις > απαγγελίες του της ιστορίας των Χέϊκε > και των Γκέντζι. Και λένε πως όταν > απάγγελε το τραγούδι της μάχης της > Νταννούρα, ακόμα και τα στοιχειά (κιζίν) > δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα δάκρυά > τους. Στην αρχή ΤΗΣ σταδιοδρομίας του ο > Χοϊτσι ήταν πολύ φτωχός, αλλά βρήκε έναν > καλό φίλο, να τον βοηθήσει. Ο ιερέας του > ναού Αμιντάζι αγαπούσε την ποίηση και τη > μουσική και συχνά προσκαλούσε το Χοϊτσι > στο ναό, για να παίζει και ν'απαγγέλει. > Μετά, επειδή η Θαυμαστή τέχνη του νέου > τού είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, > προσκάλεσε το Χοϊτσι να μένει πάντα στο > ναό, πράγμα που ο Χοϊτσι δέχτηκε > μ'ευγνωμοσύνη. Ο ιερέας του ΈδωΣε ένα > δωμάτιο στο ναό και για αντάλλαγμα για > την τροφή και κατοικία δε ζητούσε απ'το > Χοϊτσι, παρά να τον ευχαριστεί με καμιά > μουσική εκτέλεση τις βραδιές που ο > ιερέας δεν ήταν απασχολημένος. Μια > καλοκαιρινή νύχτα φώναξαν τον ιερέα να > πάει για κάποια Βουδική ιεροτελεστία στο > σπίτι ενός πεΘαμένου ενορίτη. Πήγε εκεί > μαζί με το παπαδοπαίδι, αφήνοντας το > Χοϊτσι μόνο στο ναό. Ηταν μια ζεστή > νύχτα κι ο τυφλός θέλησε να δροσιστεί > βγαίνοντας > απ'το δωμάτιό του, απάνω στη βεράντα. > βεράντα έβλεπε μπροστά σ' ένα μικρό > κήπο, πίσω απ'το ναό Αμιντάζι. Εκεί ο > Χοϊτσι περίμενε το γυρισμό του ιερέα και > προσπαθούσε να ελαφρώσει τη μοναξιά του > παίζοντας την μπίβα του. Πέρασαν τα > μεσάνυχτα κι ακόμα να φανεί ο ιερέας. > Αλλά η ατμόσφαιρα ήταν ακόμα πολύ ζεστή > για να γυρίσει στο δωμάτιό του, κι έτσι > ο Χοϊτσι έμεινε έξω. Τέλος, άκουσε > πατήματα από την πίσω πόρτα. Κάποιος > πέρασε τον κήπο, προχώρησε στη βεράντα > και σταμάτησε ακριβώς απέναντί του, μα > δεν ήταν ο ιερέας. Μια βαθιά φωνή φώναξε > το όνομα του τυφλού απότομα και ξερά με > τον τρόπο που ένας πολεμιστής > αποτείνεται σέναν κατώτερο. Χοϊτσι Ο > Χοϊτσι, για μια στιγμή ζαλίστηκε και δεν > μπόρεσε να απαντήσει. Κι η φωνή φώναξε > πάλι, μέναν τόνο απότομο προσταγής. > Χοϊτσι! Ε! απάντησε ο τυφλός, > τρομαγμένος απ'την αγριάδα της φωνής. > Είμαι τυφλός, δεν μπορώ να ξέρω ποιος > φωνάζει. Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι, > φώναξε ο ξένος μιλώντας πιο ευγενικά. > Σταμάτησα κοντά σαυτόν το ναό και > μέστειλαν σε σένα με μια παραγγελία. Ο > τωρινός κύριός μου, ένα πρόσωπο μεγάλης > περιωπής, μένει τώρα στην Ακαμαγκασέκι > με πολλούς ευγενείς ακολούθους. > Επιθυμούσε να δει το μέρος της μάχης της > Νταννοούρα και σήμερα επισκέφτηκε αυτό > το μέρος. Επειδή άκουσε για την τέχνη > σου, που απαγγέλεις την ιστορία της > μάχης, επιθυμεί τώρα να ακούσει την > εκτέλεσή σου. Γιαυτό πάρε την μπίβα σου > κι έλα μαζί μου, που η υψηλή ομήγυρη > περιμένει. Εκείνον τον καιρό η προσταγή > ενός ΣαμουράΗ (πολεμιστή) ήταν κάτι που > δεν μπορούσε να παρακούσει κανείς > εύκολα. Ο Χοϊτσι φόρεσε τα σανδάλια του, > πήρε την μπίβα του και πήγε μαζί με τον > ξένο, που τον οδηγούσε επιδέξια, μα τον > ανάγκαζε να περπατάει πολύ γρήγορα. Το > χέρι που τον οδηγούσε ήταν σιδερένιο κι > ο κρότος που έκανε κάθε βήμα του > πολεμιστή φανέρωνε πως ήταν πάνοπλος, > ίσως κάποιος φύλακας παλατιού. Ο πρώτος > φόβος του Χοϊτσι πέρασε κι άρχισε να > σκέπτεται πως ήταν τυχερός, γιατί, > σκεπτόμενος τα λόγια του ΣαμουράΗ για το > <πρόσωπο της μεγάλης περιωπής> σκέφτηκε > πως ο κύριος, που Θέλησε ν'ακούσει την > απαγγελία,δε θα 'ταν λιγότερο από έναν > ΝτέΊμυό, της ανώτατης τάξης. αξαφνα ο > πολεμιστής σταμάτησε κι ο Χοϊτσι > αντιλήφθηκε πως είχαν φτάσει σε μια > μεγάλη πύλη και παραξενεύτηκε, γιατί δεν > μπορούσε να θυμηθεί πως υπήρχε κάποια > καμιά άλλη πύλη σ'εκείνο το μέρος της > πόλης, εξόν απ' την πύλη του ναού > Αμιντάζι. <Κάϊμον!> φώναξε ο πολεμιστής > κι ακούστηκε ο κρότος που άνοιγαν > σύρτες. Και το ζευγάρι πέρασε μέσα. > Πέρασαν από ένα κήπο και σταμάτησαν πάλι > μπροστά σε κάποια είσοδο. Εκεί ο οδηγός > του φώναξε με δυνατή φωνή: <Σεις εκεί > πέρα.... Εφερα τον Χοϊτσι!>. > Ακούστηκαν τότε βήματα βιαστικά, > σιδερένιοι σύρτες να παραμερίζουν, Θύρες > ν' ανοίγουν και γυναικείες συνομιλίες. > Από την ομιλία των γυναικών ο Χοϊτσι > ένιωσε πως ήσαν υπηρέτριες κάποιου > ευγενικού σπιτιού, αλλά δεν μπορούσε να > φανταστεί σε ποιο μέρος τον είχαν > οδηγήσει. Πολύ λίγο καιρό τον άφησαν, > για να σκεφτεί. Αφού τον βοήθησαν ν' > ανέβει μερικά πέτρινα σκαλιά και στο > τελευταίο του είπαν ν' αφήσει τα > σανδάλια του, ένα γυναικείο χέρι τον > οδήγησε μέσα από ατέλειωτους διαδρόμους > από στιλβωμένο ξύλο και γύρω από > κολόνες, πάρα πολλές για να θυμάται, κι > απάνω από μεγάλα πατώματα, στη μέση > κάποιου απέραντου διαμερίσματος. Εκεί > σκέφτηκε πως ήταν μαζεμένος πολύς > κόσμος. Ο θόρυβος του μεταξιού που > θρόιζε έμοιαζε με το θόρυβο των φύλλων > του δάσους. Ακουσε ακόμα ένα μεγάλο > ψιθύρισμα, ομιλίες σε χαμηλό τόνο και ο > τρόπος της ομιλίας ήταν όμοιος με > παλατιού. Ζήτησαν από το Χοϊτσι να > καθίσει και βρήκε ένα μαξιλάρι μπροστά > του. Αμα κάθισε και χόρδισε τ'όργανό > του, η φωνή μιας γυναίκας, που ένιωσε > πως θα 'ταν η Ρότζο Ή η επικεφαλής του > γυναικείου προσωπικού, του είπε: > Επιθυμούμε ν' απαγγείλεις την ιστορία > των Χέϊκε με την υπόκρουση της μπίβα. Η > αλήθεια είναι πως ολόκληρη η απαγγελία > αυτή θα χρειαζόταν πολλές νύχτες. Γι' > αυτό ο Χοϊτσι τόλμησε να ρωτήσει: Επειδή > δεν είναι δυνατό να πω όλη την ιστορία, > ποιο μέρος επιθυμείτε περισσότερο να σας > απαγγείλω? Η φωνή της γυναίκας απάντησε: > Απάγγειλέ μας την ιστορία της μάχης στην > Νταννοούρα, γιατί η πίκρα αυτής είναι η > πιο μεγάλη. Τότε ο Χοϊτσι ύψωσε τη φωνή > και τραγούδησε το τραγούδι της μάχης > απάνω στην αλμυρή θάλασσα, κάνοντας την > μπίβα του ν'αποδίδει θαυμάσια το > στέναγμα των κουπιών, το μουρμούρισμα > των πλοίων, το σβούρισμα και το σφύριγμα > των βελών, τις φωνές και τα πατήματα των > ανθρώπων, τα χτυπήματα του ατσαλιού > απάνω στα κράνη, το βούλιαγμα των > σκοτωμένων στα νερά. Και δεξιά του κι > αριστερά του μπορούσε να διακρίνει > φωνές, που μουρμούριζαν επαινετικά. > <Τι θαυμάσιος τεχνΊτης"! <Ποτέ στα μέρη > μας δεν ακούστηκε τέτοιο παίξιμο> <Σ'όλη > την αυτοκρατορία δεν υπάρχει άλλος > τραγουδιστής σαν το Χοϊτσι"! Και τότε > πήρε καινούριο θάρρος κι έπαιξε και > τραγούδησε ακόμα καλύτερα από πριν. Κι > ένα μουρμούρισμα πιο βαθύ από θαυμασμό > ακούστηκε γύρω του. Αλλά, όταν στο τέλος > άρχισε να λέει για την κακή τύχη των > ωραίων και των αδυνάτων, τη σκληρή > απώλεια των γυναικών και των παιδιών και > το θανατηφόρο πήδημα της Νίινοάμα μαζί > με το αυτοκρατορικό βρέφος στην αγκαλιά > της, τότε όλοι που άκουαν, άφησαν μια > συρτή, φρικιαστική κραυγή απελπισίας κι > άρχισαν να κλαίνε και να ολολύζουν τόσο > δυνατά και τόσο άγρια, που ο τυφλός > τρόμαξε απ' την τόση βαθύτητα του πόνου > που είχε προξενήσει. Για κάμποση ώρα ο > θρήνος και τα βογκητά εξακολουθούσαν, > αλλά σιγά σιγά ο ήχος του οδυρμού έπαψε > και στην ησυχία που ακολούθησε, ο Χοϊτσι > άκουσε τη φωνή της γυναίκας, που νόμιζε > πως ήταν η Ρότζο. Ελεγε: Αν και μας > είχαν βεβαιώσει, πως ήσουν ένας πολύ > επιδέξιος παίχτης της μπίβα και χωρίς > όμοιο στην απαγγελία, δεν πιστεύαμε πως > θα φαινόσουνα τόσο δυνατός, όσο φάνηκες > απόψε. Ο κύριός μας ευ δόκησε να > υποσχεθεί πως θα σε ανταμείψει επάξια. > Αλλά επιθυμεί να απαγγείλεις μπροστά > του, μια φορά κάθε βράδυ για έξι βράδια > και μετά ίσως να φύγει για το ταξίδι του > γυρισμού του. Αύριο το βράδυ, λοιπόν, θα > έλθεις εδώ την ίδια ώρα. Ο οδηγός που > σ"έφερε απόψε θα'ρθει να σε πάρει... > Υπάρχει κι ένα άλλο πράγμα που με > διέταξαν να σου πω. Επιθυμούμε να μην > αναφέρεις σε κανένα για τις επισκέψεις > σου εδώ σόλο το διάστημα που ο υψηλός > μου κύριος θα μένει στην Ακαμαγκασέκι. > Επειδή ταξιδεύει ιγκόγνιτο, δια τάζει να > μη γίνει καμιά αναφορά γιαυτήν την > υπόθεση. Τώρα είσαι ελεύθερος να > γυρίσεις στο ναό. Αφού ο Χοϊτσι > ευχαρίστησε, το χέρι μιας γυναίκας τον > οδήγησε στην είσοδο του σπιτιού, όπου ο > ίδιος οδηγός τον περίμενε, για να τον > γυρίσει σπίτι. ο οδηγός τον έφερε στη > βεράντα, στο πίσω μέρος του ναού, κι > εκεί τον χαιρέτησε. Ηταν σχεδόν αυγή, > όταν ο Χοϊτσι γύρισε, αλλά δεν είχαν > παρατηρήσει την απουσία του απ'το ναό, > γιατί ο ιερέας, που είχε επιστρέψει πολύ > αργά. νόμιζε πως κοιμότανε. Την ημέρα ο > Χοϊτσι ξεκουράστηκε αρκετά και δεν > ανέφερε για την παράδοξη περιπέτειά του. > Τα μεσάνυχτα της άλλης νύχτας ο > πολεμιστής ήρθε πάλι και τον οδήγησε > μπροστά στην υψηλή ομήγυρη, όπου > απάγγειλε πάλι με την ίδια επιτυχία. > Αλλά στη δεύτερη αυτή επίσκεψη, η > απουσία του απ'το ναό, ανακαλύφθηκε > τυχαία κι όταν επέστρεψε το πρωί, ο > ιερέας τον φώναξε και του είπε με τόνο > καλοκάγαθης επίπληξης. Ανησυχήσαμε πολύ > για σένα, φίλε Χοϊτσι. Να βγεις τυφλός > και μόνος και σε τέτοια περασμένη ώρα > είναι επικίνδυνο. Γιατι βγήκες, χωρίς να > μας το πεις? Θα διέταζα έναν υπηρέτη να > σε συντροφεύσει. Και πού ήσουν? Ο Χοϊτσι > απάντησε διφορούμενα. Συγχώρεσέ με, > καλέ φίλε. Είχα κάποια > ιδιιαίτερη υπόθεση και δεν μπορούσα να > την κανονίσω άλλη ώρα. Ο παπάς εξεπλάγη > αντί να πικραθεί μαυτά τα λόγια του > Χοϊτσι. Του φάνηκε το πράγμα αφύσικο και > υποψιάστηκε κάτι κακό. Φοβήθηκε πως ο > τυφλός νέος είχε μαγευτεί ή > παραστρατήσει από κάποιο κακό πνεύμα. > Δεν του έκανε άλλη ερώτηση, αλλά > ιδιαιτέρως έδωσε οδηγίες στους υπηρέτες > του ναού να προσέχουν τις κινήσεις του > Χοϊτσι και να τον ακολουθήσουν, αν > τύχαινε να φύγει πάλι απ'το ναό μόλις > νύχτωνε. Την ίδια εκείνη νύχτα είδαν το > Χοϊτσι να φεύγει απ'το ναό κι οι > υπηρέτες αμέσως άναψαν τα φανάρια τους > και τον ακολούθησαν. Αλλά ήταν νύχτα > βροχερή και πολύ σκοτεινή και πριν > προφθάσουν να βγουν στο δρόμο ο Χοϊτσι > είχε χαθεί. Χωρίς άλλο θα είχε > περπατήσει γρήγορα, πράγμα πολύ περίεργο > για έναν τυφλό, γιατί ο δρόμος ήταν σε > κακή κατάσταση. Οι υπηρέτες έτρεξαν μέσα > στους δρόμους, ζητώΝτας πληροφορίες από > κάθε σπίτι, που ο Χοϊτσι συνήθιζε να > πηγαΊνει, αλλά κανείς δεν μπορούσε να > τους πει γι' αυτόν. Τέλος, καθώς γύριζαν > στο ναό, απ'το μέρος της θάλασσας, > εξεπλάγησαν απ'τον ήχο της μπίβα, που > παιζότανε μέσα στο νεκροταφείο της > Αμιντάζι. Εκτός από μερικά φώτα > φαντάσματα, που τις σκοτεινές νύχτες > συχνά τρεμόσβηναν στο νεκροταφείο, > καθετί σκεπαζόταν από πυκνό σκοτάδι εκεί > μέσα. Αλλά οι άνθρωποι έτρεξαν στο > νεκροταφείο, κι εκεί με τη βοήθεια των > φαναριών τους ανακάλυψαν τον Χοϊτσι, που > καθότανε μόνος, κάτω απ' τη βροχή στον > αναμνηστικό τάφο του λυτοκουΤεννώ και > χτυπούσε την μπίβα του και τραγουδούσε > δυνατά το τραγούδι της μάχης της > Νταννοούρα. Και πίσω του και γύρω του > και παντού, απάνω απ' τους τάφους οι > φωτιές των πεθαμένων που έκαιαν σαν > κεριά. Ποτέ πριν τόση μεγάλη συγκέντρωση > όνιμπι δεν παρουσιάστηκε σε ανθρώπινα > μάτια. ΧοϊτσιΣαν! ΧοϊτσιΣαν! φώναξαν οι > υπηρέτες. Είσαι μαγεμένος!... > ΧοϊτσιΣαν!.. Αλλά ο τυφλός φαινόταν πως > δεν άκουγε. Επίμονα, έκανε την μπίβα του > να κουδουνίζει και να ηχεί, τραγουδούσε > δυνατά, πιο δυνατά ακόμα το τραγούδι της > μάχης της Νταννούρα. τον έπιασαν απότομα > και του φώναξαν μέσα στ'αυτί. > ΧοϊτσιΣαν! ΧοϊτσιΣαν! 'Ελα μαζί μας > αμέσως σπίτι. Εκείνος τους μίλησε > επιτιμητικά. Να με διακόπτετε με > τέτοιον τρόπο μπροστά σαυτή την υψηλή > ομήγυρη...ά, δε Θα το επιτρέψω!... Σαυτά > τα λόγια, παρόλο το παράδοξο του > πράγματος, δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τα > γέλια. Βέβαιοι πως ήταν μαγεμένος, τον > άρπαξαν και τον σήκωσαν στα πόδια του > και διά της βίας τον γύρισαν πίσω στο > ναό, όπου κατά διαταγή του ιερέα, του > άλλαξαν τα βρεγμένα του ρούχα, τον > έντυσαν με στεγνά και τον ανάγκασαν να > φάει και να πιει. Ο ιερέας επέμεινε να > λάβει μια εξήγηση γιαυτή την παράδοξη > συμπεριφορά του φίλου του. Ο Χοϊτσι για > πολλή ώρα δεν τολμούσε να μιλήσει. Αλλά > ύστερα, βρίσκοντας πως η συμπεριφορά του > φόβισε πραγματικά και Θύμωσε τον καλό > ιερέα, αποφάσισε να αφήσει τις > προφυλάξεις και διηγήθηκε καΘετί που > συνέβη απ'τη στιγμή της πρώτης επίσκεψης > του πολεμιστή. Ο παπάς είπε: Χοϊτσι, > φτωχέ μου φίλε, βρίσκεσαι τώρα σε μεγάλο > κίνδυνο. Τι δυστύχημα να μη μου το πεις > απ'την αρχή. Η θαυμαστή τέχνη σου στη > μουσική σ'έβαλε σε μεγάλη συμφορά. Θα > ξέρεις τώρα πως δεν πήγαινες σε κανένα > σπίτι, αλλά περνούσες τις νύχτες σου στο > νεκροταφείο, δίπλα στους τάφους των > Χέϊκε και μπροστά στον αναμνηστικό τάφο > του ΆντοκουΤεννώ, όπου σε βρήκαν απόψε > οι άνθρωποί μας καθισμένο κάτω απ' τη > βροχή. Εκείνο που φανταζόσουνα, δεν ήταν > παρά μια απάτη, εκτός απ'τη φωνή των > πεΘαμένων. Κι επειδή άκουσες αυτή τη > φωνή, είσαι πια στην εξουσία τους. Αν > τους υπακούσεις πάλι ύστερα μάλιστα από > αυτό που έγινε, Θα σε κάνουν κομμάτια. > θα σε κατέτρεφαν, όπως και να 'ναι, αργά > ή γρήγορα... Tώρα, δε Θα μπορέσω να > μείνω απόψε. Με φώναξαν, για να > λειτουργήσω. Αλλά πριν φύγω, πρέπει να > προστατεύσουμε το σώμα σου, γράφοντας > απάνω του ιερά λόγια. Πριν δύσει ο > ήλιος, ο ιερέας και το παπαδοπαίδι > έγδυσαν το Χοϊτσι και με πινέλα του > γραψίματος χάραξαν απάνω στο στήθος και > στους ώμους, στο κεφάλι και στο πρόσωπο, > στο λαιμό, στα μηριά, στα χέρια και στα > πόδια, ακόμα κι από κάτω απ' τις > πατούσες του και σε κάθε μέρος του > σώματός του, ιερά λόγια από την Ιερή > βίβλο, που τη λένε ΧάννυαΣινκυώ. Οταν > τελείωσαν, ο παπάς έδωσε οδηγίες στον > Χοϊτσι, λέγοντας: Απόψε, μόλις θα φύγω, > πρέπει να καθίσεις στη βεράντα και να > περιμένεις. ΘΑ σε φωνάξουν. Μα ό,τι κι > αν συμβεί, να μην απαντήσεις και να μην > κινηθείς. Μη βγάλεις λέξη και να > καθίσεις ήσυχος, σαν να 'σαι βαθιά > συλλογισμένος. Αν κουνηθείς Ή κάνεις και > το μικρότερο θόρυβο, θα σε ξεσκίσουν. > Μην τρομάξεις και μη σκεφτείς να > ζητήσεις βοήθεια, γιατί τίποτα δε θα > μπορέσει να σε σώσει. Αν κάνεις, όπως > σου λέω, ο κίνδυνος θα περάσει και δε θα > 'χεις πια να φοβάσαι τίποτα. αμα > νύχτωσε, ο ιερέας και το παπαδοπαίδι > έφυγαν κι ο Χοϊτσι κάθισε στη βεράντα, > σύμφωνα με τις οδηγίες που του έδωσαν. > Άφησε την μπίβα του απάνω στα σανίδια, > δίπλα του και παίρνοντας στάση βαθιά > συλλογισμένου, έμεινε εντελώς ακίνητος, > προσέχοντας να μη βήξει και να μην > αναπνέει δυνατά. Για ώρες έμεινε έτσι. > αξαφνα απ'το δρόμο άκουσε να 'ρχονται > βήματα. Πέρασαν την πύλη, πέρασαν τον > κήπο, πλησίασαν τη βεράντα στάθηκαν > απέναντί του. Χοϊτσι! η βαθιά φωνή > φώναξε. Αλλά ο τυφλός κράτησε την > αναπνοή του κι έμεινε ακίνητος. Χοϊτσι, > φώναξε η φωνή αγριωπή για δεύτερη φορά. > Κι έπειτα για τρίτη φορά, θυμωμένα: > Χοϊτσι! Ο Χοϊτσι έμεινε ακίνητος σαν > πέτρα κι η φωνή βρυχήθηκε. Καμιά > απάντηση! Αυτό δε συμφέρει... Πρέπει να > δω πού είναι αυτός ο άνθρωπος! Ακούστηκε > θόρυβος βαριών βημάτων, που ανέβαιναν > στη βεράντα. Τα βήματα πλησίασαν και > σταμάτησαν κοντά του. Επειτα, για > κάμποσο, που στο διάστημα αυτό ο Χοϊτσι > έτρεμε σαν το φύλλο, έγινε νεκρική σιγή. > Τέλος η άγρια και σκληρή φωνή > μουρμούρισε κοντά του. Εδώ είναι η > μπίβα, αλλά απ'τον τεχνίτη της μπίβα > βλέπω μόνο... δυο αυτια. Α! Αυτό εξηγεί > γιατί δεν απαντάει. Δεν έχει, στόμα > ν'απαντήσει και δεν έμεινε τίποτα απ' > αυτόν παρά μόνο δυο αυτιά! Και τώρα θα > πάω στον κύριό μου αυτά τα δυο αυτιά, > για να του αποδείξω πως η προσταγή του > εκτελέστηκε... όσο ήταν δυνατό... Εκείνη > τη στιγμή ο Χοϊτσι αισθάνθηκε πως τ' > αυτιά του τ'άρπαζαν δάχτυλα σιδερένια > και του τα ξερίζωναν. αν κι ο πόνος ήταν > φρικτός, δεν άφησε καμιά κραυγή. Τα > βαριά βήματα απομακρύνθηκαν κατά μήκος > της βεράντας, κατέβηκαν στον κήπο και > βγήκαν στο δρόμο έπαψαν ν'ακούγονται. > Από τις δυο μεριές του κεφαλιού του ο > ιερέας ένιωσε ένα παχύ ζεστό γαργάλισμα, > μα δεν τολμούσε να σηκώσει τα χέρια... > Πριν τα ξημερώματα ο παπάς γύρισε. > Ετρεξε αμέσως στη βεράντα πίσω απ'το ναό > και καθώς προχωρούσε γλίστρησε πάνω σε > κάτι γλοιώδες κι άφησε μια κραυγή > φρίκης, γιατί είδε στο φως του φαναριού > πως ήταν αίμα. Αλλά είδε τον Χοϊτσι που > καθόταν εκεί, σε στάση περισυλλογής, με > το αίμα που 'τρεχε ακόμα απ'τις πληγές > του. Φτωχέ μου Χοϊτσι, φώναξε ο παπάς > τρομαγμένος. Τι είναι αυτό? χτύπησες? > Στη φωνή του φίλου του ο τυφλός > αισθάνθηκε πως σώθηκε. Άρχισε να κλαίει > και με τα δάκρυα στα μάτια διηγήθηκε > ό,τι του συνέβη τη νύχτα. Φτωχέ, φτωχέ > Χοϊτσι, φώναξε ο παπάς. Δικό μου ήταν το > λάθος, αυτό το ασυγχώρητο λάθος. Σε κάθε > μέρος του σώματός σου γράφτηκαν ιερά > λόγια, εκτός από τ' αυτιά σου. Αφησα το > παπαδοπαίδι να κάνει αυτήν την εργασία > κι ήταν πολύ, μα πάρα πολύ άσχημο από > μέρους μου, να μη βεβαιωθώ αν το 'χε > κάνει. Τώρα πια δεν μπορούμε να > διορθώσουμε ό,τι έγινε. Μπορούμε μόνο να > γιατρέψουμε τις πληγές σου, το > γρηγορότερο. Κάμε καρδιά, φίλε μου, ο > κίνδυνος τώρα πια πέρασε. Δε θα σε > στενοχωρήσουν πια αυτοί οι επισκέπτες. > Με τη βοήθεια ενός καλού γιατρού ο > Χοϊτσι έγινε γρήγορα καλά απ'τις πληγές > του. Η ιστορία της παράδοξης περιπέτειάς > του εξαπλώθηκε δεξιά κι αριστερά και > γρήγορα έγινε διάσημος. Πολλοί ευγενείς > πηγαίνανε στην Ακαμαγκασέκι, να τον > ακούσουν ν' απαγγέλει και του έδιναν > πολλά δώρα και χρήματα, έτσι που έγινε > πλούσιος... Αλλά από εκείνο τον καιρό > της περιπέτειάς του ήταν γνωστός μόνο με > το όνομα ΜίμινάσιΧοϊτσι, δηλαδή, > Χοϊτσιοχωρίςαυτιά. > > _____________________ > > orasi mailing list > διαβάστε για αυτή την λίστα και τα θέματα που συζητά στο > //www.freelists.org/webpage/orasi > > Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το δουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας > στείλτε email στην διεύθυνση > orasi@xxxxxxxxxxxxx > > Για να διαγραφείτε από αυτή την λίστα μπορείτε οποιαδήποτε στιγμή να > στείλετε email στην διεύθυνση > orasi-request@xxxxxxxxxxxxx > και στο θέμα γράψτε unsubscribe. > > Το αρχείο της λίστας βρίσκεται στο > //www.freelists.org/archives/orasi > > ______________ > > > > _____________________ orasi mailing list διαβάστε για αυτή την λίστα και τα θέματα που συζητά στο //www.freelists.org/webpage/orasi Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το δουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας στείλτε email στην διεύθυνση orasi@xxxxxxxxxxxxx Για να διαγραφείτε από αυτή την λίστα μπορείτε οποιαδήποτε στιγμή να στείλετε email στην διεύθυνση orasi-request@xxxxxxxxxxxxx και στο θέμα γράψτε unsubscribe. Το αρχείο της λίστας βρίσκεται στο //www.freelists.org/archives/orasi ______________