[orasi] Re: ΜίμινάσιΧοϊτσι

  • From: "Kostas Theodoropoulos" <ksteo@xxxxxxxxx>
  • To: <orasi@xxxxxxxxxxxxx>
  • Date: Mon, 21 Mar 2011 22:51:33 +0200

βγάζοντας εκτός τα σημεία στίξης.
--Κώστας--

----- Original Message ----- 
From: "Χρυσούλα Καραθύμιου" <chrisa66@xxxxxxxxx>
To: <orasi@xxxxxxxxxxxxx>
Sent: Monday, March 21, 2011 9:40 PM
Subject: [orasi] Re: ΜίμινάσιΧοϊτσι


> παιδιά μήπως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε σε κάτι? Πολύ συχνά σε κείμενα
> που διαβάζω μου λέει < και > και έτσι χάνω τον ειρμό, άσε που νευριάζω κι
> όλας. Πως μπορώ να το σταματήσω αυτό το πράγμα?
> ----- Original Message ----- 
> From: "Kostas Theodoropoulos" <ksteo@xxxxxxxxx>
> To: <orasi@xxxxxxxxxxxxx>
> Sent: Monday, March 21, 2011 2:49 PM
> Subject: [orasi] ΜίμινάσιΧοϊτσι
>
>
>> Εδώ και μερικούς αιώνες ζούσε στην
>> Ακαμαγκασέκι ένας τυφλός που τον έλεγαν
>> Χοϊτσι και ήταν ξακουστός για την τέχνη
>> του στην απαγγελία και στο παίξιμο της
>> <μπίβα>.
>> (Η μπιβα, ένα ειδος λαγούτου με τέσσερις
>> χορδές, γενικό χρησι μαζει σε μουσική
>> απαγγελία. Αρχικά οι τραγουδοποιοι, που
>> απάγγελαν το <Χέίκε Μονογκατάρι> κι
>> άλλες τραγικές ιστοριες,
>> ονομάζονταν..μπίβαχώσι, Ή <παπάδες του
>> λαγούτου>.( Από παιδί τον είχαν μάθει
>> ν'απαγγέλει και να παίζει, κι όταν ακόμα
>> ήταν νέος είχε περάσει τους δασκάλους
>> του. Ως <μπίβαχώσι> το επάγγελμα, έγινε
>> ξακουστός και περισσότερο για τις
>> απαγγελίες του της ιστορίας των Χέϊκε
>> και των Γκέντζι. Και λένε πως όταν
>> απάγγελε το τραγούδι της μάχης της
>> Νταννούρα, ακόμα και τα στοιχειά (κιζίν)
>> δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα δάκρυά
>> τους. Στην αρχή ΤΗΣ σταδιοδρομίας του  ο
>> Χοϊτσι ήταν πολύ φτωχός, αλλά βρήκε έναν
>> καλό φίλο, να τον βοηθήσει. Ο ιερέας του
>> ναού Αμιντάζι αγαπούσε την ποίηση και τη
>> μουσική και συχνά προσκαλούσε το Χοϊτσι
>> στο ναό, για να παίζει και ν'απαγγέλει.
>> Μετά, επειδή η Θαυμαστή τέχνη του νέου
>> τού είχε κάνει μεγάλη εντύπωση,
>> προσκάλεσε το Χοϊτσι να μένει πάντα στο
>> ναό, πράγμα που ο Χοϊτσι δέχτηκε
>> μ'ευγνωμοσύνη. Ο ιερέας του ΈδωΣε ένα
>> δωμάτιο στο ναό και για αντάλλαγμα για
>> την τροφή και κατοικία δε ζητούσε απ'το
>> Χοϊτσι, παρά να τον ευχαριστεί με καμιά
>> μουσική εκτέλεση τις βραδιές που ο
>> ιερέας δεν ήταν απασχολημένος. Μια
>> καλοκαιρινή νύχτα φώναξαν τον ιερέα να
>> πάει για κάποια Βουδική ιεροτελεστία στο
>> σπίτι ενός πεΘαμένου ενορίτη. Πήγε εκεί
>> μαζί με το παπαδοπαίδι, αφήνοντας το
>> Χοϊτσι μόνο στο ναό. Ηταν μια ζεστή
>> νύχτα κι ο τυφλός θέλησε να δροσιστεί
>> βγαίνοντας
>> απ'το δωμάτιό του, απάνω στη βεράντα.
>> βεράντα έβλεπε μπροστά σ' ένα μικρό
>> κήπο, πίσω απ'το ναό Αμιντάζι. Εκεί ο
>> Χοϊτσι περίμενε το γυρισμό του ιερέα και
>> προσπαθούσε να ελαφρώσει τη μοναξιά του
>> παίζοντας την μπίβα του. Πέρασαν τα
>> μεσάνυχτα κι ακόμα να φανεί ο ιερέας.
>> Αλλά η ατμόσφαιρα ήταν ακόμα πολύ ζεστή
>> για να γυρίσει στο δωμάτιό του, κι έτσι
>> ο Χοϊτσι έμεινε έξω. Τέλος, άκουσε
>> πατήματα από την πίσω πόρτα. Κάποιος
>> πέρασε τον κήπο, προχώρησε στη βεράντα
>> και σταμάτησε ακριβώς απέναντί του, μα
>> δεν ήταν ο ιερέας. Μια βαθιά φωνή φώναξε
>> το όνομα του τυφλού απότομα και ξερά με
>> τον τρόπο που ένας πολεμιστής
>> αποτείνεται σέναν κατώτερο.  Χοϊτσι  Ο
>> Χοϊτσι, για μια στιγμή ζαλίστηκε και δεν
>> μπόρεσε να απαντήσει. Κι η φωνή φώναξε
>> πάλι, μέναν τόνο απότομο προσταγής.
>> Χοϊτσι!  Ε! απάντησε ο τυφλός,
>> τρομαγμένος απ'την αγριάδα της φωνής.
>> Είμαι τυφλός, δεν μπορώ να ξέρω ποιος
>> φωνάζει.  Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι,
>> φώναξε ο ξένος μιλώντας πιο ευγενικά.
>> Σταμάτησα κοντά σαυτόν το ναό και
>> μέστειλαν σε σένα με μια παραγγελία. Ο
>> τωρινός κύριός μου, ένα πρόσωπο μεγάλης
>> περιωπής, μένει τώρα στην Ακαμαγκασέκι
>> με πολλούς ευγενείς ακολούθους.
>> Επιθυμούσε να δει το μέρος της μάχης της
>> Νταννοούρα και σήμερα επισκέφτηκε αυτό
>> το μέρος. Επειδή άκουσε για την τέχνη
>> σου, που απαγγέλεις την ιστορία της
>> μάχης, επιθυμεί τώρα να ακούσει την
>> εκτέλεσή σου. Γιαυτό πάρε την μπίβα σου
>> κι έλα μαζί μου, που η υψηλή ομήγυρη
>> περιμένει. Εκείνον τον καιρό η προσταγή
>> ενός ΣαμουράΗ (πολεμιστή) ήταν κάτι που
>> δεν μπορούσε να παρακούσει κανείς
>> εύκολα. Ο Χοϊτσι φόρεσε τα σανδάλια του,
>> πήρε την μπίβα του και πήγε μαζί με τον
>> ξένο, που τον οδηγούσε επιδέξια, μα τον
>> ανάγκαζε να περπατάει πολύ γρήγορα. Το
>> χέρι που τον οδηγούσε ήταν σιδερένιο κι
>> ο κρότος που έκανε κάθε βήμα του
>> πολεμιστή φανέρωνε πως ήταν πάνοπλος,
>> ίσως κάποιος φύλακας παλατιού. Ο πρώτος
>> φόβος του Χοϊτσι πέρασε κι άρχισε να
>> σκέπτεται πως ήταν τυχερός, γιατί,
>> σκεπτόμενος τα λόγια του ΣαμουράΗ για το
>> <πρόσωπο της μεγάλης περιωπής> σκέφτηκε
>> πως ο κύριος, που Θέλησε ν'ακούσει την
>> απαγγελία,δε θα 'ταν λιγότερο από έναν
>> ΝτέΊμυό, της ανώτατης τάξης. αξαφνα ο
>> πολεμιστής σταμάτησε κι ο Χοϊτσι
>> αντιλήφθηκε πως είχαν φτάσει σε μια
>> μεγάλη πύλη και παραξενεύτηκε, γιατί δεν
>> μπορούσε να θυμηθεί πως υπήρχε κάποια
>> καμιά άλλη πύλη σ'εκείνο το μέρος της
>> πόλης, εξόν απ' την πύλη του ναού
>> Αμιντάζι. <Κάϊμον!> φώναξε ο πολεμιστής
>> κι ακούστηκε ο κρότος που άνοιγαν
>> σύρτες. Και το ζευγάρι πέρασε μέσα.
>> Πέρασαν από ένα κήπο και σταμάτησαν πάλι
>> μπροστά σε κάποια είσοδο. Εκεί ο οδηγός
>> του φώναξε με δυνατή φωνή: <Σεις εκεί
>> πέρα....  Εφερα τον Χοϊτσι!>.
>> Ακούστηκαν τότε βήματα βιαστικά,
>> σιδερένιοι σύρτες να παραμερίζουν, Θύρες
>> ν' ανοίγουν και γυναικείες συνομιλίες.
>> Από την ομιλία των γυναικών ο Χοϊτσι
>> ένιωσε πως ήσαν υπηρέτριες κάποιου
>> ευγενικού σπιτιού, αλλά δεν μπορούσε να
>> φανταστεί σε ποιο μέρος τον είχαν
>> οδηγήσει. Πολύ λίγο καιρό τον άφησαν,
>> για να σκεφτεί. Αφού τον βοήθησαν ν'
>> ανέβει μερικά πέτρινα σκαλιά και στο
>> τελευταίο του είπαν ν' αφήσει τα
>> σανδάλια του, ένα γυναικείο χέρι τον
>> οδήγησε μέσα από ατέλειωτους διαδρόμους
>> από στιλβωμένο ξύλο και γύρω από
>> κολόνες, πάρα πολλές για να θυμάται, κι
>> απάνω από μεγάλα πατώματα, στη μέση
>> κάποιου απέραντου διαμερίσματος. Εκεί
>> σκέφτηκε πως ήταν μαζεμένος πολύς
>> κόσμος. Ο θόρυβος του μεταξιού που
>> θρόιζε έμοιαζε με το θόρυβο των φύλλων
>> του δάσους. Ακουσε ακόμα ένα μεγάλο
>> ψιθύρισμα, ομιλίες σε χαμηλό τόνο και ο
>> τρόπος της ομιλίας ήταν όμοιος με
>> παλατιού. Ζήτησαν από το Χοϊτσι να
>> καθίσει και βρήκε ένα μαξιλάρι μπροστά
>> του. Αμα κάθισε και χόρδισε τ'όργανό
>> του, η φωνή μιας γυναίκας, που ένιωσε
>> πως θα 'ταν η Ρότζο Ή η επικεφαλής του
>> γυναικείου προσωπικού, του είπε:
>> Επιθυμούμε ν' απαγγείλεις την ιστορία
>> των Χέϊκε με την υπόκρουση της μπίβα. Η
>> αλήθεια είναι πως ολόκληρη η απαγγελία
>> αυτή θα χρειαζόταν πολλές νύχτες. Γι'
>> αυτό ο Χοϊτσι τόλμησε να ρωτήσει: Επειδή
>> δεν είναι δυνατό να πω όλη την ιστορία,
>> ποιο μέρος επιθυμείτε περισσότερο να σας
>> απαγγείλω? Η φωνή της γυναίκας απάντησε:
>> Απάγγειλέ μας την ιστορία της μάχης στην
>> Νταννοούρα, γιατί η πίκρα αυτής είναι η
>> πιο μεγάλη. Τότε ο Χοϊτσι ύψωσε τη φωνή
>> και τραγούδησε το τραγούδι της μάχης
>> απάνω στην αλμυρή θάλασσα, κάνοντας την
>> μπίβα του ν'αποδίδει θαυμάσια το
>> στέναγμα των κουπιών, το μουρμούρισμα
>> των πλοίων, το σβούρισμα και το σφύριγμα
>> των βελών, τις φωνές και τα πατήματα των
>> ανθρώπων, τα χτυπήματα του ατσαλιού
>> απάνω στα κράνη, το βούλιαγμα των
>> σκοτωμένων στα νερά. Και δεξιά του κι
>> αριστερά του μπορούσε να διακρίνει
>> φωνές, που μουρμούριζαν επαινετικά.
>> <Τι θαυμάσιος τεχνΊτης"! <Ποτέ στα μέρη
>> μας δεν ακούστηκε τέτοιο παίξιμο> <Σ'όλη
>> την αυτοκρατορία δεν υπάρχει άλλος
>> τραγουδιστής σαν το Χοϊτσι"! Και τότε
>> πήρε καινούριο θάρρος κι έπαιξε και
>> τραγούδησε ακόμα καλύτερα από πριν. Κι
>> ένα μουρμούρισμα πιο βαθύ από θαυμασμό
>> ακούστηκε γύρω του. Αλλά, όταν στο τέλος
>> άρχισε να λέει για την κακή τύχη των
>> ωραίων και των αδυνάτων, τη σκληρή
>> απώλεια των γυναικών και των παιδιών και
>> το θανατηφόρο πήδημα της Νίινοάμα μαζί
>> με το αυτοκρατορικό βρέφος στην αγκαλιά
>> της, τότε όλοι που άκουαν, άφησαν μια
>> συρτή, φρικιαστική κραυγή απελπισίας κι
>> άρχισαν να κλαίνε και να ολολύζουν τόσο
>> δυνατά και τόσο άγρια, που ο τυφλός
>> τρόμαξε απ' την τόση βαθύτητα του πόνου
>> που είχε προξενήσει. Για κάμποση ώρα ο
>> θρήνος και τα βογκητά εξακολουθούσαν,
>> αλλά σιγά σιγά ο ήχος του οδυρμού έπαψε
>> και στην ησυχία που ακολούθησε, ο Χοϊτσι
>> άκουσε τη φωνή της γυναίκας, που νόμιζε
>> πως ήταν η Ρότζο. Ελεγε:  Αν και μας
>> είχαν βεβαιώσει, πως ήσουν ένας πολύ
>> επιδέξιος παίχτης της μπίβα και χωρίς
>> όμοιο στην απαγγελία, δεν πιστεύαμε πως
>> θα φαινόσουνα τόσο δυνατός, όσο φάνηκες
>> απόψε. Ο κύριός μας ευ δόκησε να
>> υποσχεθεί πως θα σε ανταμείψει επάξια.
>> Αλλά επιθυμεί να απαγγείλεις μπροστά
>> του, μια φορά κάθε βράδυ για έξι βράδια
>> και μετά ίσως να φύγει για το ταξίδι του
>> γυρισμού του. Αύριο το βράδυ, λοιπόν, θα
>> έλθεις εδώ την ίδια ώρα. Ο οδηγός που
>> σ"έφερε απόψε θα'ρθει να σε πάρει...
>> Υπάρχει κι ένα άλλο πράγμα που με
>> διέταξαν να σου πω. Επιθυμούμε να μην
>> αναφέρεις σε κανένα για τις επισκέψεις
>> σου εδώ σόλο το διάστημα που ο υψηλός
>> μου κύριος θα μένει στην Ακαμαγκασέκι.
>> Επειδή ταξιδεύει ιγκόγνιτο, δια τάζει να
>> μη γίνει καμιά αναφορά γιαυτήν την
>> υπόθεση. Τώρα είσαι ελεύθερος να
>> γυρίσεις στο ναό. Αφού ο Χοϊτσι
>> ευχαρίστησε, το χέρι μιας γυναίκας τον
>> οδήγησε στην είσοδο του σπιτιού, όπου ο
>> ίδιος οδηγός τον περίμενε, για να τον
>> γυρίσει σπίτι. ο οδηγός τον έφερε στη
>> βεράντα, στο πίσω μέρος του ναού, κι
>> εκεί τον χαιρέτησε. Ηταν σχεδόν αυγή,
>> όταν ο Χοϊτσι γύρισε, αλλά δεν είχαν
>> παρατηρήσει την απουσία του απ'το ναό,
>> γιατί ο ιερέας, που είχε επιστρέψει πολύ
>> αργά. νόμιζε πως κοιμότανε. Την ημέρα ο
>> Χοϊτσι ξεκουράστηκε αρκετά και δεν
>> ανέφερε για την παράδοξη περιπέτειά του.
>> Τα μεσάνυχτα της άλλης νύχτας ο
>> πολεμιστής ήρθε πάλι και τον οδήγησε
>> μπροστά στην υψηλή ομήγυρη, όπου
>> απάγγειλε πάλι με την ίδια επιτυχία.
>> Αλλά στη δεύτερη αυτή επίσκεψη, η
>> απουσία του απ'το ναό, ανακαλύφθηκε
>> τυχαία κι όταν επέστρεψε το πρωί, ο
>> ιερέας τον φώναξε και του είπε με τόνο
>> καλοκάγαθης επίπληξης.  Ανησυχήσαμε πολύ
>> για σένα, φίλε Χοϊτσι. Να βγεις τυφλός
>> και μόνος και σε τέτοια περασμένη ώρα
>> είναι επικίνδυνο. Γιατι βγήκες, χωρίς να
>> μας το πεις? Θα διέταζα έναν υπηρέτη να
>> σε συντροφεύσει. Και πού ήσουν? Ο Χοϊτσι
>> απάντησε διφορούμενα.  Συγχώρεσέ με,
>> καλέ φίλε. Είχα κάποια
>> ιδιιαίτερη υπόθεση και δεν μπορούσα να
>> την κανονίσω άλλη ώρα. Ο παπάς εξεπλάγη
>> αντί να πικραθεί μαυτά τα λόγια του
>> Χοϊτσι. Του φάνηκε το πράγμα αφύσικο και
>> υποψιάστηκε κάτι κακό. Φοβήθηκε πως ο
>> τυφλός νέος είχε μαγευτεί ή
>> παραστρατήσει από κάποιο κακό πνεύμα.
>> Δεν του έκανε άλλη ερώτηση, αλλά
>> ιδιαιτέρως έδωσε οδηγίες στους υπηρέτες
>> του ναού να προσέχουν τις κινήσεις του
>> Χοϊτσι και να τον ακολουθήσουν, αν
>> τύχαινε να φύγει πάλι απ'το ναό μόλις
>> νύχτωνε. Την ίδια εκείνη νύχτα είδαν το
>> Χοϊτσι να φεύγει απ'το ναό κι οι
>> υπηρέτες αμέσως άναψαν τα φανάρια τους
>> και τον ακολούθησαν. Αλλά ήταν νύχτα
>> βροχερή και πολύ σκοτεινή και πριν
>> προφθάσουν να βγουν στο δρόμο ο Χοϊτσι
>> είχε χαθεί. Χωρίς άλλο θα είχε
>> περπατήσει γρήγορα, πράγμα πολύ περίεργο
>> για έναν τυφλό, γιατί ο δρόμος ήταν σε
>> κακή κατάσταση. Οι υπηρέτες έτρεξαν μέσα
>> στους δρόμους, ζητώΝτας πληροφορίες από
>> κάθε σπίτι, που ο Χοϊτσι συνήθιζε να
>> πηγαΊνει, αλλά κανείς δεν μπορούσε να
>> τους πει γι' αυτόν. Τέλος, καθώς γύριζαν
>> στο ναό, απ'το μέρος της θάλασσας,
>> εξεπλάγησαν απ'τον ήχο της μπίβα, που
>> παιζότανε μέσα στο νεκροταφείο της
>> Αμιντάζι. Εκτός από μερικά φώτα
>> φαντάσματα, που τις σκοτεινές νύχτες
>> συχνά τρεμόσβηναν στο νεκροταφείο,
>> καθετί σκεπαζόταν από πυκνό σκοτάδι εκεί
>> μέσα. Αλλά οι άνθρωποι έτρεξαν στο
>> νεκροταφείο, κι εκεί με τη βοήθεια των
>> φαναριών τους ανακάλυψαν τον Χοϊτσι, που
>> καθότανε μόνος, κάτω απ' τη βροχή στον
>> αναμνηστικό τάφο του λυτοκουΤεννώ και
>> χτυπούσε την μπίβα του και τραγουδούσε
>> δυνατά το τραγούδι της μάχης της
>> Νταννοούρα. Και πίσω του και γύρω του
>> και παντού, απάνω απ' τους τάφους οι
>> φωτιές των πεθαμένων που έκαιαν σαν
>> κεριά. Ποτέ πριν τόση μεγάλη συγκέντρωση
>> όνιμπι δεν παρουσιάστηκε σε ανθρώπινα
>> μάτια.  ΧοϊτσιΣαν! ΧοϊτσιΣαν! φώναξαν οι
>> υπηρέτες. Είσαι μαγεμένος!...
>> ΧοϊτσιΣαν!.. Αλλά ο τυφλός φαινόταν πως
>> δεν άκουγε. Επίμονα, έκανε την μπίβα του
>> να κουδουνίζει και να ηχεί, τραγουδούσε
>> δυνατά, πιο δυνατά ακόμα το τραγούδι της
>> μάχης της Νταννούρα. τον έπιασαν απότομα
>> και του φώναξαν μέσα στ'αυτί.
>> ΧοϊτσιΣαν! ΧοϊτσιΣαν! 'Ελα μαζί μας
>> αμέσως σπίτι. Εκείνος τους μίλησε
>> επιτιμητικά.  Να με διακόπτετε με
>> τέτοιον τρόπο μπροστά σαυτή την υψηλή
>> ομήγυρη...ά, δε Θα το επιτρέψω!... Σαυτά
>> τα λόγια, παρόλο το παράδοξο του
>> πράγματος, δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τα
>> γέλια. Βέβαιοι πως ήταν μαγεμένος, τον
>> άρπαξαν και τον σήκωσαν στα πόδια του
>> και διά της βίας τον γύρισαν πίσω στο
>> ναό, όπου κατά διαταγή του ιερέα, του
>> άλλαξαν τα βρεγμένα του ρούχα, τον
>> έντυσαν με στεγνά και τον ανάγκασαν να
>> φάει και να πιει. Ο ιερέας επέμεινε να
>> λάβει μια εξήγηση γιαυτή την παράδοξη
>> συμπεριφορά του φίλου του. Ο Χοϊτσι για
>> πολλή ώρα δεν τολμούσε να μιλήσει. Αλλά
>> ύστερα, βρίσκοντας πως η συμπεριφορά του
>> φόβισε πραγματικά και Θύμωσε τον καλό
>> ιερέα, αποφάσισε να αφήσει τις
>> προφυλάξεις και διηγήθηκε καΘετί που
>> συνέβη απ'τη στιγμή της πρώτης επίσκεψης
>> του πολεμιστή. Ο παπάς είπε:  Χοϊτσι,
>> φτωχέ μου φίλε, βρίσκεσαι τώρα σε μεγάλο
>> κίνδυνο. Τι δυστύχημα να μη μου το πεις
>> απ'την αρχή. Η θαυμαστή τέχνη σου στη
>> μουσική σ'έβαλε σε μεγάλη συμφορά. Θα
>> ξέρεις τώρα πως δεν πήγαινες σε κανένα
>> σπίτι, αλλά περνούσες τις νύχτες σου στο
>> νεκροταφείο, δίπλα στους τάφους των
>> Χέϊκε και μπροστά στον αναμνηστικό τάφο
>> του ¶ντοκουΤεννώ, όπου σε βρήκαν απόψε
>> οι άνθρωποί μας καθισμένο κάτω απ' τη
>> βροχή. Εκείνο που φανταζόσουνα, δεν ήταν
>> παρά μια απάτη, εκτός απ'τη φωνή των
>> πεΘαμένων. Κι επειδή άκουσες αυτή τη
>> φωνή, είσαι πια στην εξουσία τους. Αν
>> τους υπακούσεις πάλι ύστερα μάλιστα από
>> αυτό που έγινε, Θα σε κάνουν κομμάτια.
>> θα σε κατέτρεφαν, όπως και να 'ναι, αργά
>> ή γρήγορα... Tώρα, δε Θα μπορέσω να
>> μείνω απόψε. Με φώναξαν, για να
>> λειτουργήσω. Αλλά πριν φύγω, πρέπει να
>> προστατεύσουμε το σώμα σου, γράφοντας
>> απάνω του ιερά λόγια. Πριν δύσει ο
>> ήλιος, ο ιερέας και το παπαδοπαίδι
>> έγδυσαν το Χοϊτσι και με  πινέλα του
>> γραψίματος χάραξαν απάνω στο στήθος και
>> στους ώμους, στο κεφάλι και στο πρόσωπο,
>> στο λαιμό, στα μηριά, στα χέρια και στα
>> πόδια, ακόμα κι από κάτω απ' τις
>> πατούσες του και σε κάθε μέρος του
>> σώματός του, ιερά λόγια από την Ιερή
>> βίβλο, που τη λένε ΧάννυαΣινκυώ. Οταν
>> τελείωσαν, ο παπάς έδωσε οδηγίες στον
>> Χοϊτσι, λέγοντας:  Απόψε, μόλις θα φύγω,
>> πρέπει να καθίσεις στη βεράντα και να
>> περιμένεις. ΘΑ σε φωνάξουν. Μα ό,τι κι
>> αν συμβεί, να μην απαντήσεις και να μην
>> κινηθείς. Μη βγάλεις λέξη και να
>> καθίσεις ήσυχος, σαν να 'σαι βαθιά
>> συλλογισμένος. Αν κουνηθείς Ή κάνεις και
>> το μικρότερο θόρυβο, θα σε ξεσκίσουν.
>> Μην τρομάξεις και μη σκεφτείς να
>> ζητήσεις βοήθεια, γιατί τίποτα δε θα
>> μπορέσει να σε σώσει. Αν κάνεις, όπως
>> σου λέω, ο κίνδυνος θα περάσει και δε θα
>> 'χεις πια να φοβάσαι τίποτα. αμα
>> νύχτωσε, ο ιερέας και το παπαδοπαίδι
>> έφυγαν κι ο Χοϊτσι κάθισε στη βεράντα,
>> σύμφωνα με τις οδηγίες που του έδωσαν.
>> ¶φησε την μπίβα του απάνω στα σανίδια,
>> δίπλα του και παίρνοντας στάση βαθιά
>> συλλογισμένου, έμεινε εντελώς ακίνητος,
>> προσέχοντας να μη βήξει και να μην
>> αναπνέει δυνατά. Για ώρες έμεινε έτσι.
>> αξαφνα απ'το δρόμο άκουσε να 'ρχονται
>> βήματα. Πέρασαν την πύλη, πέρασαν τον
>> κήπο, πλησίασαν τη βεράντα στάθηκαν
>> απέναντί του.  Χοϊτσι! η βαθιά φωνή
>> φώναξε. Αλλά ο τυφλός κράτησε την
>> αναπνοή του κι έμεινε ακίνητος.  Χοϊτσι,
>> φώναξε η φωνή αγριωπή για δεύτερη φορά.
>> Κι έπειτα για τρίτη φορά, θυμωμένα:
>> Χοϊτσι! Ο Χοϊτσι έμεινε ακίνητος σαν
>> πέτρα κι η φωνή βρυχήθηκε.  Καμιά
>> απάντηση! Αυτό δε συμφέρει... Πρέπει να
>> δω πού είναι αυτός ο άνθρωπος! Ακούστηκε
>> θόρυβος βαριών βημάτων, που ανέβαιναν
>> στη βεράντα. Τα βήματα πλησίασαν και
>> σταμάτησαν κοντά του. Επειτα, για
>> κάμποσο, που στο διάστημα αυτό ο Χοϊτσι
>> έτρεμε σαν το φύλλο, έγινε νεκρική σιγή.
>> Τέλος η άγρια και σκληρή φωνή
>> μουρμούρισε κοντά του.  Εδώ είναι η
>> μπίβα, αλλά απ'τον τεχνίτη της μπίβα
>> βλέπω μόνο... δυο αυτια. Α! Αυτό εξηγεί
>> γιατί δεν απαντάει. Δεν έχει, στόμα
>> ν'απαντήσει και δεν έμεινε τίποτα απ'
>> αυτόν παρά μόνο δυο αυτιά! Και τώρα θα
>> πάω στον κύριό μου αυτά τα δυο αυτιά,
>> για να του αποδείξω πως η προσταγή του
>> εκτελέστηκε... όσο ήταν δυνατό... Εκείνη
>> τη στιγμή ο Χοϊτσι αισθάνθηκε πως τ'
>> αυτιά του τ'άρπαζαν δάχτυλα σιδερένια
>> και του τα ξερίζωναν. αν κι ο πόνος ήταν
>> φρικτός, δεν άφησε καμιά κραυγή. Τα
>> βαριά βήματα απομακρύνθηκαν κατά μήκος
>> της βεράντας, κατέβηκαν στον κήπο και
>> βγήκαν στο δρόμο έπαψαν ν'ακούγονται.
>> Από τις δυο μεριές του κεφαλιού του ο
>> ιερέας ένιωσε ένα παχύ ζεστό γαργάλισμα,
>> μα δεν τολμούσε να σηκώσει τα χέρια...
>> Πριν τα ξημερώματα ο παπάς γύρισε.
>> Ετρεξε αμέσως στη βεράντα πίσω απ'το ναό
>> και καθώς προχωρούσε γλίστρησε πάνω σε
>> κάτι γλοιώδες κι άφησε μια   κραυγή
>> φρίκης, γιατί είδε στο φως του φαναριού
>> πως ήταν αίμα. Αλλά είδε τον Χοϊτσι που
>> καθόταν εκεί, σε στάση περισυλλογής, με
>> το αίμα που 'τρεχε ακόμα απ'τις πληγές
>> του. Φτωχέ μου Χοϊτσι, φώναξε ο παπάς
>> τρομαγμένος. Τι είναι αυτό? χτύπησες?
>> Στη φωνή του φίλου του ο τυφλός
>> αισθάνθηκε πως σώθηκε. ¶ρχισε να κλαίει
>> και με τα δάκρυα στα μάτια διηγήθηκε
>> ό,τι του συνέβη τη νύχτα.  Φτωχέ, φτωχέ
>> Χοϊτσι, φώναξε ο παπάς. Δικό μου ήταν το
>> λάθος, αυτό το ασυγχώρητο λάθος. Σε κάθε
>> μέρος του σώματός σου γράφτηκαν ιερά
>> λόγια, εκτός από τ' αυτιά σου. Αφησα το
>> παπαδοπαίδι να κάνει αυτήν την εργασία
>> κι ήταν πολύ, μα πάρα πολύ άσχημο από
>> μέρους μου, να μη βεβαιωθώ αν το 'χε
>> κάνει. Τώρα πια δεν μπορούμε να
>> διορθώσουμε ό,τι έγινε. Μπορούμε μόνο να
>> γιατρέψουμε τις πληγές σου, το
>> γρηγορότερο. Κάμε καρδιά, φίλε μου, ο
>> κίνδυνος τώρα πια πέρασε. Δε θα σε
>> στενοχωρήσουν πια αυτοί οι επισκέπτες.
>> Με τη βοήθεια ενός καλού γιατρού ο
>> Χοϊτσι έγινε γρήγορα καλά απ'τις πληγές
>> του. Η ιστορία της παράδοξης περιπέτειάς
>> του εξαπλώθηκε δεξιά κι αριστερά και
>> γρήγορα έγινε διάσημος. Πολλοί ευγενείς
>> πηγαίνανε στην Ακαμαγκασέκι, να τον
>> ακούσουν ν' απαγγέλει και του έδιναν
>> πολλά δώρα και χρήματα, έτσι που έγινε
>> πλούσιος... Αλλά από εκείνο τον καιρό
>> της περιπέτειάς του ήταν γνωστός μόνο με
>> το όνομα ΜίμινάσιΧοϊτσι, δηλαδή,
>> Χοϊτσιοχωρίςαυτιά.
>>
>> _____________________
>>
>> orasi mailing list
>> διαβάστε για αυτή την λίστα και τα θέματα που συζητά στο
>> //www.freelists.org/webpage/orasi
>>
>> Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το δουν όλοι οι  συνδρομητές της λίστας
>> στείλτε email στην διεύθυνση
>> orasi@xxxxxxxxxxxxx
>>
>> Για να διαγραφείτε από αυτή την λίστα μπορείτε οποιαδήποτε στιγμή να
>> στείλετε email στην διεύθυνση
>> orasi-request@xxxxxxxxxxxxx
>> και στο θέμα γράψτε unsubscribe.
>>
>> Το αρχείο της λίστας βρίσκεται στο
>> //www.freelists.org/archives/orasi
>>
>> ______________
>>
>>
>>
>>
>
> _____________________
>
> orasi mailing list
> διαβάστε για αυτή την λίστα και τα θέματα που συζητά στο
> //www.freelists.org/webpage/orasi
>
> Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το δουν όλοι οι  συνδρομητές της λίστας 
> στείλτε email στην διεύθυνση
> orasi@xxxxxxxxxxxxx
>
> Για να διαγραφείτε από αυτή την λίστα μπορείτε οποιαδήποτε στιγμή να 
> στείλετε email στην διεύθυνση
> orasi-request@xxxxxxxxxxxxx
> και στο θέμα γράψτε unsubscribe.
>
> Το αρχείο της λίστας βρίσκεται στο
> //www.freelists.org/archives/orasi
>
> ______________
>
>
>
> 

_____________________

orasi mailing list
διαβάστε για αυτή την λίστα και τα θέματα που συζητά στο
//www.freelists.org/webpage/orasi

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το δουν όλοι οι  συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
orasi@xxxxxxxxxxxxx

Για να διαγραφείτε από αυτή την λίστα μπορείτε οποιαδήποτε στιγμή να στείλετε 
email στην διεύθυνση
orasi-request@xxxxxxxxxxxxx 
και στο θέμα γράψτε unsubscribe.

Το αρχείο της λίστας βρίσκεται στο
//www.freelists.org/archives/orasi

______________



Other related posts: