[orasi] Re: Η ιστορίαμιαςνύχτας_Θεατρικήπαράστασηγια τοΠολυτεχνείο,τουΔημήτρη Μαριόλη

  • From: Χρηστος Χατζης <hatzishr@xxxxxxxxx>
  • To: <orasi@xxxxxxxxxxxxx>
  • Date: Wed, 17 Nov 2010 08:32:05 +0200

καταπληκτικό και επίκαιροδημοσίευμα!
----- Original Message ----- 
From: "mlaspas" <mlaspas@xxxxxxxxx>
To: <orasi@xxxxxxxxxxxxx>
Sent: Tuesday, November 16, 2010 1:06 PM
Subject: [orasi] Η ιστορία μιαςνύχτας_ Θεατρικήπαράσταση για τοΠολυτεχνείο, 
τουΔημήτρη Μαριόλη


> το Πολυτεχνείο
>
>      Η ιστορία μιας νύχτας
>
>      Επιλογή ? διασκευή ? επιμέλεια κειμένων : Δημήτρης Μαριόλης
>
>      Μουσική : Αdagio, Ελένη Καραϊνδρου
>      Δυο αγόρια και ένα κορίτσι εμφανίζονται στη σκηνή. Πίσω τους 5-6 
> παιδιά σε
>      ημικύκλιο αυτοσχεδιάζουν (κοιτάζουν τον ήλιο, κάθονται οκλαδόν,
>      κοιμούνται, ξυπνάνε ανάλογα με το διάλογο που ακολουθεί)
>
>      -        Ήταν ένα ξημέρωμα απ? αυτά όπου ο Απρίλης διαλαλεί τη 
> διάθεσή του
>      για τρέλα.
>      -        Το πρωί βγήκε ένας ήλιος σαν μαστίγιο με εφτά ουρές αντί για
>      ακτίνες.
>      -        Μετά ακολούθησε ένα απόγευμα με γκρι σύννεφα.
>      -        Ύστερα, η νύχτα άπλωσε τα πέπλα της και πυκνό σκοτάδι 
> σκέπασε το
>      παλάτι.
>      -        Η πριγκίπισσα δεν ανησύχησε :
>      -        «Μια νύχτα είναι, θα κοιμηθώ και θα περάσει»
>      -        Κι αποκοιμήθηκε?
>      -        Αλλά, όταν ξύπνησε το πρωί με το καλό?
>      -        Δεν είχε ξημερώσει
>      -        Δεν ξημέρωνε
>      -        Σκέφτηκε,
>      -        «ας κάνω λίγη υπομονή, θα ξημερώσει αύριο που θα πάει»
>      -        Αμ δε !
>      -        Οι μέρες περνούσαν και δεν ξημέρωνε
>      -        Με τίποτα
>      -        Επουδενί
>      -        Με κανένα τρόπο
>      -        Κι απ? την πολλή τη νύχτα, όλοι στο παλάτι άρχισαν να 
> νυστάζουν
>      -        Όλο και πιο πολύ
>      -        Όλο και πιο πολύ (χασμουριούνται)
>      -        Όλο και πιο πολύ?
>      -        Ώσπου αποκοιμήθηκαν οριστικά
>      -        Κι η καημένη η πριγκίπισσα, όπως δεν είχε συντροφιά άρχισε 
> κι
>      αυτή να νυστάζει
>      -        «Ααααα, μμμμ, (χασμουριέται και τεντώνεται) βαρέθηκα. 
> Βαρέθηκα ν?
>      ακούω ιστορίες με νυσταγμένες πριγκίπισσες και κοιμισμένα παλάτια.
>      Βαρέθηκα τα παραμύθια, τις νύχτες, τις σκιές και τους υπαινιγμούς. 
> Θέλω
>      μια αληθινή ιστορία στο φως της μέρας. Αυτό θέλω. Μια απλή αληθινή 
> ιστορία
>      στο φως της μέρας».
>
>      Στο σημείο αυτό συμβαίνουν ταυτόχρονα τα παρακάτω :
>        Προβάλλεται σύντομο βίντεο με τα γεγονότα της δεκαετίας του ?60 
> (1-1-4,
>        πορείες ειρήνης, δολοφονία Λαμπράκη, Ιουλιανά, πραξικόπημα)
>
>        Ακούγεται το τραγούδι «Ποιος τη ζωή μου»
>
>        Στη σκηνή εμφανίζονται παιδιά με μαύρα ρούχα (δεσμοφύλακες) που
>        τοποθετούν δυο κελιά (φτιαγμένα από χάρτινες κούτες) δεξιά και 
> αριστερά
>        στη σκηνή. Οι δεσμοφύλακες κλείνουν το στόμα και δένουν τα χέρια 
> (με
>        χαρτοταινίες) άλλων παιδιών που υποδύονται τους κρατούμενους.
>
>      (στο βάθος της σκηνής κινούνται οι δεσμοφύλακες, από τα κελιά 
> βγαίνουν
>      τρεις κρατούμενες - οι)
>
>      -        Χτύπησε το κουδούνι. Δεν περιμέναμε κανέναν. Ήταν έξι το 
> πρωί.
>      Ανοίξαμε. Ήταν άνθρωποι της χούντας. Μπήκαν κατευθείαν στο θέμα. Μου
>      ζητούσαν το υλικό που ήταν σίγουροι πως υπάρχει στο σπίτι. 
> Προκηρύξεις,
>      ανακοινώσεις, λίστες με ονόματα? Σαν καλό παιδί που είμαι, είπε ο
>      επικεφαλής, να τους τα δώσω όλα, γιατί θα τα βρει μόνος του και το 
> σπίτι
>      θα γίνει γυαλιά καρφιά. Θα διατάξω θύελλα μου είπε. Μια ώρα περίπου
>      έψαχναν ένα διαμέρισμα δυο δωματίων.
>
>      (στο βάθος της σκηνής οι δεσμοφύλακες αυτοσχεδιάζουν :  ψάχνουν 
> παντού,
>      ξεφυλλίζουν βιβλία, τα σκίζουν, τα πετάνε στο πάτωμα μαζί με άλλα 
> πράγματα
>      κλπ. Ένας κρατούμενος με πλάτη στο κοινό και το κεφάλι σκυμμένο 
> βλέπει
>      τους δεσμοφύλακες να τον τριγυρίζουν απειλητικά δείχνοντάς του 
> βιβλία,
>      χαρτιά κλπ πριν τα πετάξουν στο πάτωμα)
>
>      -        Πραγματικά έγινε θύελλα. Τα έπιπλα μετακινήθηκαν, τα ρούχα 
> μας
>      έγιναν ένας σωρός. Βιβλία ανακατεμένα στη μέση του δωματίου. 
> Χτυπάγανε
>      τους τοίχους, σκίσανε ένα μαξιλάρι, ψάξανε τα ντουλάπια. Ρωτούσαν 
> γεμάτοι
>      υποψία : Γιατί έχετε τόσα βιβλία ; Τι χρησιμεύει αυτό το μολύβι ; 
> Γιατί
>      δεν έχετε φωτιστικό στη μέση του δωματίου ; Αντιδρούσαν στις 
> απαντήσεις με
>      συγκατάβαση. Λέγανε ένα «καλά ? καλά», αλλά η σημασία του ήταν πως 
> «αν
>      νομίζεις πως τα τρώμε εμείς αυτά είσαι πολύ γελασμένος»
>
>      -        Ένας απ? αυτούς ανακάλυψε ένα βιβλίο για την αντίσταση. Το
>      ξεφύλλισε και σταμάτησε σε μια φωτογραφία με έναν αντάρτη. Με ρώτησε 
> τι
>      γράφει το βιβλίο. Του διάβασα τον τίτλο. Δεν ικανοποιήθηκε και με 
> ρώτησε
>      για δεύτερη φορά. «Τι γράφει το βιβλίο» Του εξήγησα πως όταν είχαν 
> έρθει
>      οι Γερμανοί στην Ελλάδα σηκωθήκανε στην αρχή λίγοι Έλληνες, έπειτα
>      περισσότεροι και πολέμαγαν τους Γερμανούς. Αυτό το ονομάζουν 
> αντίσταση και
>      είναι ένα πράγμα πάρα πολύ καλό. Κοφτά μας διέταξε να τον 
> ακολουθήσουμε.
>      Ρώτησα αν έχει ένταλμα συλλήψεως και μου είπε πως είμαι πολύ φλύαρος. 
> (οι
>      δεσμοφύλακες γελάνε) Είπε στους φίλους μου να έρθουν μαζί. Ήταν και 
> αυτοί
>      κρατούμενοι.
>
>
>      (Ακούγεται στο βάθος μια φυσαρμόνικα να παίζει την εισαγωγή της 
> «Μυρτιάς».
>      Οι δεσμοφύλακες  επιβάλλουν γρήγορα τη σιωπή με φωνές «πάψτε», 
> «ησυχία»,
>      «σιωπή», «σώπα»?
>      Μουσική : The day, Raining Pleausure
>      Οι δεσμοφύλακες παίρνουν τον κρατούμενο και αποχωρούν ?κάποιοι 
> κρατούμενοι
>      βγαίνουν από τα κελιά και βαδίζουν σαν να βρίσκονται στο προαύλιο 
> φυλακής,
>      η πλοκή εξελίσσεται ταυτόχρονα σε δυο επίπεδα. Μπροστά στη σκηνή, οι
>      κρατούμενοι βαδίζουν αργά και μηχανικά και στο βάθος γίνεται η 
> ανάκριση)
>
>      (μπροστά στη σκηνή)
>      Να μην προδώσω?Να μην προδώσω?Να μην προδώσω (ακούγονται όλοι-ες να
>      μονολογούν)
>
>      -        Να μην προδώσω. Όχι δεν θα προδώσω?Όταν σε πιάνουν και σε
>      υποβάλλουν σε ανάκριση, ξέρεις ότι υπάρχει βασανισμός. Και ξέρεις και
>      μυστικά απ? τα οποία εξαρτάται η ζωή των άλλων, η ελευθερία των 
> άλλων.
>      Αυτό το στοιχείο όμως σε βαραίνει πάρα πολύ.
>
>      -        Να μην προδώσω αυτά τα μυστικά, να μην γίνω υπεύθυνος για να
>      έρθουν στη φυλακή κι άλλοι συναγωνιστές μου. Να μην προδώσω, αυτό
>      σκέφτομαι συνέχεια. Να μην προδώσω. Να μην προδώσω. Αλλά πως ;
>
>      -        Σκέψου κάτι άλλο. Φυλάκισε το μυαλό σου σε ένα παιχνίδι με 
> λέξεις
>      χωρίς νόημα. Σαν αυτά που παίζαμε στο σχολείο.
>      (αρχίζει το παιχνίδι?κάθε κρατούμενος λέει από μια λέξη με τη σειρά 
> του
>      ενώ ταυτόχρονα η κίνηση των κρατούμενων περιορίζεται στα δυο άκρα της
>      σκηνής)
>
>      Θέση, ανάθεση, κατάθεση, διάθεση, παράθεση, αντίθεση, υπόθεση, 
> έκθεση,
>      πρόθεση, σύνθεση, πρόθεση
>
>      (στο βάθος της σκηνής, οι δεσμοφύλακες βάζουν ένα κρατούμενο να 
> καθίσει με
>      πλάτη στο κοινό, ανάλογα με το διάλογο που ακολουθεί τον υποχρεώνουν 
> να
>      σηκωθεί, να καθίσει, τον σπρώχνουν ή ακόμη του φέρονται «ευγενικά»)
>
>      -        ?τάση, ανάταση, παράταση, διάταση, στάση, ανάσταση, 
> περίσταση
>
>      (Στο βάθος της σκηνής)
>      -        Λέγε : ποιοι ήταν οι άλλοι, πόσοι ήσασταν στην ομάδα σου, 
> ποιες
>      ήταν οι επαφές σου, τι κάνατε ;
>
>      -        Τα ξέρουμε όλα, όλα. Οι άλλοι μας τα είπαν όλα, είπαν πως 
> εσύ
>      είσαι ο αρχηγός, θα τα φορτώσουν όλα σε σένα.
>
>      -        Φύγετε, αφήστε τον σε μένα. Είναι καλό παιδί. Θα δείτε, θα 
> τα πει
>      όλα. Λέγε. Πέστα όλα να ξαλαφρώσεις. Πες μου μόνο δυο ονόματα. Δε 
> λυπάσαι
>      τα νιάτα σου. Δε λυπάσαι τον καιρό που φεύγει ;
>
>      -        Τ? όνομα του. Πες μας το όνομά του !
>
>      (Μπροστά στη σκηνή)
>      -        Καρύδι, καρυδότσουφλο, τσόφλι, τσόφλι ; φλούδα
>      -        Μπανανόφλουδα
>      -        Μπανανόφλουδα?(σκέφτεται) παγίδα
>      -        Μμμ?πονηριά
>      -        Απάτη
>      -        Κίνδυνος
>      -        Φόβος
>      -        Φόβος ; μμμ γενναίος
>      -        Εσύ
>      -        Εγώ, τι εγώ ;
>      -        Είσαι αλήθεια, είσαι πολύ γενναία?
>
>      Μουσική : Batucada, Μίκης Θεοδωράκης
>
>      (Στο βάθος της σκηνής)
>      -        ʼκουσε παιδί μου. Δεν σε πιάσαμε αμέσως?για να δεις την 
> καλοσύνη
>      μας. Το τι έχεις κάνει είναι γνωστό στις αρχές. Δεν έχεις κάνει και 
> λίγα
>      πράγματα. Τα ξέρουμε όλα. Λοιπόν σαν καλό παιδί πες τα. ʼντε θα 
> περάσεις
>      καλά. Σκέψου ένα πράγμα μόνο. Η Ασφάλεια για τους κακούς είναι Κόλαση 
> και
>      για τους καλούς Παράδεισος.
>
>      -        Πρόσεξε, δεν εξετάζουμε την ενοχή σου. Αυτή είναι δεδομένη. 
> Την
>      ειλικρίνειά σου επιζητούμε. Εγώ παρ? όλο που δεν εξηγήθηκες καλά στο 
> σπίτι
>      είναι έτοιμος να τα συγχωρήσω όλα. Θέλω να μου πεις τα ονόματα των
>      ανθρώπων που είχατε επαφή. Κατάλαβες ; Αυτούς που έβλεπες. Λοιπόν ;
>      Τίποτα?Θα το μετανιώσεις. Ακούς ; Θα το μετανιώσεις !
>
>      (Μπροστά στη σκηνή)
>      -        Με ανεβάζουνε στις σκάλες. Πάνω στην ταράτσα. Μετά στο μικρό
>      δωμάτιο. Όλα χωρίς καμιά βιασύνη. Ανάψανε το φως του πλυσταριού.
>      Αισθάνθηκα το κύριο πρόσωπο της παρέας. Παρατηρούσα.
>
>      -        Έπιασαν δουλειά. Έψαχναν το σχοινί. Δεν το βρίσκανε. Τα 
> βάζανε με
>      κάποιον Μάλλιο και κάποιον Μπάμπαλη που είναι τσαπατσούληδες. Κάνουνε 
> τη
>      δουλειά τους και τα παρατάνε όλα όπου βρουν. Κάποιος μου είπε να μην
>      κοιτάζω σαν βλάκας και να ψάξω και γω. Ένας άλλος τους είπε να κάτσω 
> εκεί
>      που καθόμουνα, δεν τους χρειαζόταν η βοήθειά μου.
>
>      -        Τελικά βρέθηκε το σχοινί. Δεν ξέρω γιατί αλλά είχα μια 
> ελπίδα
>      μήπως δεν βρεθεί το σχοινί. Τώρα που βρέθηκε άρχισα να σκέφτομαι 
> μήπως πω
>      ένα τόσο δα όνομα και γλιτώσω. Κάποιος πρότεινε «να μη χτυπήσουμε το 
> παιδί
>      που φαίνεται καλό, να το αφήσουμε λιγάκι να σκεφτεί, να πιει ένα 
> καφεδάκι
>      με την ησυχία του και το πρωί μας τα λέει». Αισθάνθηκα μια 
> ανακούφιση.
>      Αλλά ο άλλος, αποφασισμένα λέει : «δέστε τον».
>
>      -        Όταν ήμουν μικρή, ανέβαινα στην ταράτσα του σπιτιού μας και
>      έπαιζα. Ήταν το βασίλειό μου. Η μάνα μου με μάλωνε : «Κατέβα γρήγορα 
> ! Αν
>      πέσεις και χτυπήσεις θα τις φας ?». Ευλογημένα χέρια της μάνας μου. 
> Τα
>      χέρια της σήμερα τρέμουν φορτωμένα πακέτα για το παιδί της. Τη 
> σπρώχνουν,
>      τη διώχνουν, γυρίζει στο σπίτι με τα χέρια φορτωμένα. Πώς να σου 
> περιγράψω
>      αυτή την ταράτσα με το πλυσταριό. Δεν μοιάζει καθόλου με την ταράτσα 
> των
>      παιδικών μου χρόνων.
>
>      Μουσική : Το λιβάδι που δακρύζει, Ελένη Καραϊνδρου
>      (Ακούγεται ξανά η φυσαρμόνικα να παίζει την εισαγωγή της «Μυρτιάς». 
> Οι
>      δεσμοφύλακες  επιβάλλουν γρήγορα τη σιωπή με φωνές «πάψτε», «ησυχία»,
>      «σιωπή», «σώπα»?
>
>      Οι δεσμοφύλακες παίρνουν τον κρατούμενο και αποχωρούν ? οι 
> κρατούμενοι
>      μπαίνουν στα κελιά τους. Στο κέντρο της σκηνής ένα θρανίο και δυο
>      καρέκλες. Εκεί γράφουν τα γράμματά τους δυο κρατούμενοι)
>
>      -        Έκανα τεσσεράμισι χρόνια να δω συγγενή μου. Μόνο τα γράμματα
>      είχα. Την αλληλογραφία. Αλληλογραφία όμως τι σήμαινε ; Ένα γράμμα τη
>      βδομάδα, το μήνα.
>
>      -        Ένα γράμμα το μήνα 20 γραμμές. Τι να του πεις ; Είναι αυτό 
> που
>      λέει το τραγούδι «είμαι καλά». Τι άλλο να του πεις ; Δεν μπορείς να 
> πεις
>      τίποτα άλλο. Δεν έχεις χώρο?
>
>      (Τραγουδούν οι κρατούμενοι -ες : «Είμαι καλά, είμαι καλά πολύ καλά, 
> για
>      σας το ίδιο επιθυμώ?»
>      Οι δεσμοφύλακες εμφανίζονται και επιβάλλουν τη σιωπή με φωνές 
> «πάψτε»,
>      «ησυχία», «σιωπή», «σώπα» και αποχωρούν?)
>
>      -        Απ? το παράθυρό μου φαίνεται μόνο ένα κομμάτι ουρανός. Πόσο 
> μου
>      ?χει λείψει η πρωινή σου γκρίνια. Γιατί δεν έρχεσαι να με δεις ; Έστω 
> για
>      μια φορά. Σε παρακαλώ. Μια φορά. Για λίγο.
>
>
>      (Οι κρατούμενοι μπαίνουν στα κελιά. Δυο παιδιά συζητούν στη σκηνή)
>
>      -        Κάθε φορά που πηγαίνω στη φυλακή και βλέπω τον αδελφό μου,
>      στέκεται μπροστά ένας φύλακας ? στρατιώτης και δεν μπορούμε να πούμε
>      τίποτα. Προχθές τον ρώτησα αν παίρνει τα χάπια του κι ο στρατιώτης 
> ποιος
>      ξέρει τι νόμιζε ότι λέγαμε, θύμωσε και με πέταξε έξω.
>      -        Πρέπει να έρθω και γω μαζί.
>      -        Μα δεν είσαι συγγενής. Δεν θα σε αφήσουν.
>      -        Θα με παρουσιάσεις σαν συγγενή.
>      -        Και πως θα συνεννοηθείς μπροστά στο στρατιώτη ;
>      -        Θα πω στον αδελφό σου να παίξουμε τα ανάποδα !
>      -        Ποια ανάποδα ;
>      -        Είχαμε βρει ένα κόλπο με τον αδελφό σου παλιά, για να 
> ξεγελάμε τη
>      λογοκρισία όταν γράφαμε γράμματα.
>      -        Τι είναι αυτή η λογοκρισία ; Τι θα πει λογοκρισία ;
>      -        Θα πει πως οι άνθρωποι της χούντας ανοίγουν τα γράμματα και 
> τα
>      διαβάζουν. Πώς να γράψεις λοιπόν ελεύθερα ; Θα βρεις το μπελά σου.
>      -        Και τι κάνατε ;
>      -        Παίζαμε τα ανάποδα. Δηλαδή, γράφεις για παράδειγμα : «Ο 
> Πέτρος
>      είναι κοντά μου και παίζω μαζί του» Και εννοείς το αντίθετο : «Ο 
> Πέτρος
>      έφυγε και δεν παίζω μαζί του». Κατάλαβες ;
>      -        Έτσι θα γίνει. Πάμε μαζί να δούμε τι θα καταφέρουμε.
>
>      (Περπατούν μαζί, φτάνουν μπροστά σε ένα κελί. Δίνουν ένα χαρτί στο
>      δεσμοφύλακα που στέκεται απ? έξω. Αυτός το κοιτάζει και τις οδηγεί 
> στο
>      θρανίο όπου μετατρέπεται σε χώρο επισκεπτηρίου. Επιστρέφει στο κελί 
> και
>      φέρνει τον κρατούμενο. Οι επισκέπτες του χαρίζουν ένα λουλούδι. 
> Ακουμπούν
>      τις παλάμες τους σαν να τους χωρίζει ένα διαχωριστικό πλέγμα)
>
>      -        (εμπιστευτικά) Θα μιλάμε ανάποδα όπως τότε με τη λογοκρισία.
>      Θυμήσου !
>      -        Αδελφέ μου, είσαι καλά ; Αδελφέ μου καλέ, ΑΝΑΠΟΔΕ αδελφέ 
> μου,
>      είσαι καλά ; Πες μου?
>      -        Ναι, ναι, πολύ καλά. Κοιμήθηκα τέσσερις μέρες συνέχεια. 
> Έμεινα
>      ξαπλωμένος τέσσερα εικοσιτετράωρα. Ξαπλωμένος, ντυμένος. Φοράω όλα τα
>      ρούχα μου. Δεν βγάζω τη φανέλα μου.
>      -        Και τρως καλά ;
>      -        Πολύ. Τρώω συνέχεια και πίνω πολύ νερό. Τέσσερις μέρες και
>      τέσσερις νύχτες, έπινα συνέχεια ξαπλωμένος.
>      -        Πως τα περνάς ;
>      -        Όλοι είναι πολύ ευγενικοί μαζί μου. Κανείς δε με χτυπάει, 
> κανένας
>      δε με βρίζει, δε με ρωτάει. Τέσσερα εικοσιτετράωρα έμεινα ξαπλωμένος,
>      ντυμένος εντελώς, έπινα, έτρωγα, κοιμόμουν και ήμουν εντελώς μόνος.
>      -        ʼντε, τελειώνετε. Αρκετά είπατε !
>      -        Θέλεις τίποτα από μένα ;
>      -        Ναι. Θέλω να πεις σε όλους πόσο καλά περνάω εδώ. Μερικοί 
> λένε
>      ψέματα πως δεν μας αφήνουν να κλείσουμε μάτι. Ψέματα ! Ούτε μας 
> χτυπάνε,
>      ούτε μας στερούν το νερό και το φαγητό. Και πάντα ξαπλωμένος στέκομαι 
> ! Δε
>      νυστάζω καθόλου και γρήγορα θα βγω.
>      -        Ε, τώρα τα ?πατε. Φτάνει.
>
>      (Οι επισκέπτες αποχωρούν. Ο δεσμοφύλακας επιστρέφει τον κρατούμενο 
> στο
>      κελί. Ακούγεται πάλι στο βάθος η φυσαρμόνικα να παίζει την εισαγωγή 
> της
>      «Μυρτιάς». Οι δεσμοφύλακες  επιβάλλουν τη σιωπή με φωνές «πάψτε»,
>      «ησυχία», «σιωπή», «σώπα» και αποχωρούν?
>      Οι κρατούμενοι μπαίνουν όλοι και βαδίζουν νευρικά, ένας - ένας 
> παίρνει το
>      λόγο)
>
>      - Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή, κόψ' τη φωνή σου
>      σώπασε επιτέλους - κι αν ο λόγος είναι αργυρός η σιωπή είναι χρυσός.
>      Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί, έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου 
> λέγανε:
>      (όλοι μαζί, βάζοντας το δάχτυλο μπροστά στο στόμα):  "Σσσσσς, σώπα"
>
>
>
>      - Στο σχολείο μού κρύψανε την αλήθεια τη μισή, μου λέγανε :"εσένα τι 
> σε
>      νοιάζει ; "
>      (όλοι μαζί):  "Σσσσσς, σώπα"
>
>      - Με φίλησε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
>      "κοίτα μην πείς τίποτα!"
>      (όλοι μαζί):  "Σσσσσς, σώπα"
>
>
>
>
>      - Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε. Και αυτό βάσταξε μέχρι τα 
> εικοσί
>      μου χρόνια.
>
>      - Ο λόγος του μεγάλου - η σιωπή του μικρού. Έβλεπα αίματα στο 
> πεζοδρόμιο,
>      "Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε, "θα βρεις το μπελά σου".
>      (όλοι μαζί):  "Σσσσσς, σώπα"
>
>      - Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι :
>      "Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις"
>      (όλοι μαζί):  "Σσσσσς, σώπα"
>
>
>
>      - Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε :
>      "Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα"
>      Μπορεί να μην είχαμε με τους γείτονες γνωριμίες ζηλευτές, μας ένωνε 
> όμως,
>      το Σώπα.
>
>      - Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
>      σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
>
>
>      - Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
>      Κατάπιαμε τη γλώσσά μας. Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
>
>
>      - Φτιάξαμε το σύλλογο του "Σώπα".
>      Μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
>
>      - Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
>      κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου
>      και κάν' την να σωπάσει.
>      Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
>
>      - Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
>      Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς 
> ,
>      χωρίς να μιλάς να λες "έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς"
>
>
>      - Αχ! Πόσο θα 'θελα να μιλήσω
>      και δεν θα μιλάς, θα γίνεις φαφλατάς, θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς .
>
>
>      - Κόψε τη γλώσσα σου, κόψε την αμέσως. Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε 
> μουγκός.
>      Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσα σου
>      για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου.
>
>
>      - Ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου,
>      γιατί νομίζω πως θα ?ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
>      και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
>      και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο ,
>      με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει:
>      (όλοι μαζί δυνατά ) ΜΙΛΑ !
>
>      (Κάνουν να φύγουν μα τους σταματάει η μουσική της φυσαρμόνικας. 
> Ακούγεται
>      ένα παιδί να τραγουδά τον πρώτο στίχο. Μετά δυο μαζί το δεύτερο κλπ. 
> Από
>      το παράθυρο του κελιού βγαίνει το λουλούδι. Σε λίγο όλα μαζί τα 
> παιδιά
>      τραγουδούν και χτυπούν παλαμάκια. Οι δεσμοφύλακες βγαίνουν στη σκηνή 
> και
>      προσπαθούν μάταια να επιβάλλουν ησυχία. Οι κρατούμενοι τους 
> απομονώνουν?Το
>      τραγούδι κυριαρχεί?)
>
>      Είχα μια θάλασσα στο νου
>      κι ένα περβόλι, περιβόλι τ? ουρανού   ] 2x
>      Την ώρα π? άνοιγα πανιά
>      για την απάνω γειτονιά
>      Για την απάνω γειτονιά
>       την ώρα π? άνοιγα πανιά
>
>      Στα παραθύρια τα πλατιά    | 2x
>      χαμογελούσε μια μυρτιά     | 2x
>
>      Κουράστηκα να περπατώ, ω, ω, ω    | 2x
>      και τη ρωτώ και τη ρωτώ           | 2x
>
>      Πες μου μυρτιά να σε χαρώ
>      πού θα ?βρω χώμα, θα ?βρω χώμα και νερό   ] 2x
>      να ξαναχτίσω μια φωλιά
>      για της αγάπης τα πουλιά
>
>      Στα παραθύρια τα πλατιά       | 2x
>      είδα και δάκρυσε η μυρτιά     | 2x
>
>      Την ώρα π? άνοιγα πανιά    | 2x
>      για την απάνω γειτονιά     | 2x
>
>      Στα παραθύρια τα πλατιά    | 2x
>      χαμογελούσε μια μυρτιά     |2x
>
>
>      (Ακούγεται το τραγούδι του Θεοδωράκη «Ποιος δε μιλά για τη Λαμπρή». 
> Οι
>      κρατούμενοι είναι πια οι εξεγερμένοι του Πολυτεχνείου. Ανεμίζουν
>      πολύχρωμες σημαίες και τρέχουν πάνω στη σκηνή. Γκρεμίζουν τα κελιά 
> και
>      διώχνουν τους δεσμοφύλακες. Ταυτόχρονα, προβάλλεται βίντεο με τα 
> γεγονότα
>      του Πολυτεχνείου. Μετά από λίγα λεπτά, ακούγονται πυροβολισμοί και ο 
> ήχος
>      από ερπύστριες. Όλοι σταματούν. Παγωμένη εικόνα?ένα ? ένα τα παιδιά
>      παίρνουν το λόγο και μετά κάθονται)
>
>
>      -                    Ήταν Νοέμβριος και χαιρόμασταν πάρα πολύ που 
> βγήκαν
>      στη μέση αυτά τα γεγονότα  κι είχε σταματήσει το σχολείο κι είχε 
> γίνει η
>      ζωή μας σαν γιορτή. Ήταν σαν Πάσχα. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν, ανήσυχος 
> και
>      χαρούμενος. Από μακριά ακουγόταν που και που καμιά τουφεκιά. Όλη μέρα 
> είχε
>      μια συννεφιά και μια κουφόβραση. Σαν πήρε να νυχτώνει περάσανε κάτι 
> φίλοι
>      μου και με πήρανε για να κατέβουμε κι εμείς κάτω?εκεί που ήταν 
> κλεισμένα
>      τ? άλλα παιδιά και είχε μαζευτεί πολύς κόσμος?
>
>      -                    Μέσα μου φτερούγιζε ένας φόβος και μια χαρά, δεν 
> ξέρω
>      γιατί?αλλά ήταν σαν παραμονή μιας μεγάλης γιορτής. Εγώ μόλις τελείωνε 
> το
>      καλοκαίρι και μέχρι να έρθει πάλι η άνοιξη, νόμιζα πως όλος αυτός ο 
> καιρός
>      ήταν ένα μεγάλο πρωινό κάποιας Δευτέρας, ένα πρωινό που κράταγε πάνω 
> από
>      εφτά μήνες και που μύριζε υγρασία και βενζίνη.
>      Κείνο το βράδυ νόμιζα πως οι Δευτέρες του κόσμου θα τέλειωναν πια και 
> πως
>      όλος ο καιρός μας θα γινόταν? ένα Σαββατοκύριακο.
>
>      -                    Πήραμε το τρένο και κατεβήκαμε στο κέντρο της 
> πόλης.
>      Μόλις βγήκαμε, είδαμε τον κόσμο πανικοβλημένο και χαρούμενο να τρέχει 
> πάνω
>      κάτω με κλαμένα μάτια. Παντού μέσα στους δρόμους ήταν αναμμένες 
> μεγάλες
>      φωτιές. Τις άναβαν για να εξουδετερώσουν τα δακρυγόνα που πετούσε η
>      αστυνομία.
>
>      -                    Μπήκαμε στο δρόμο που περνούσε μπροστά από το 
> κτίριο
>      που ήταν κλεισμένα τα παιδιά. Κόσμος πολύς, πατείς με πατώ σε, 
> δακρυγόνα,
>      πυροβολισμοί, πανικός και μια περίεργη χαρά. Βλέπαμε ανθρώπους που 
> φεύγανε
>      έντρομοι λέγοντάς μας, «φύγετε, φύγετε, πυροβολούν από τις ταράτσες 
> στο
>      ψαχνό, φύγετε». Μα εμείς προχωρούσαμε γιατί, λέγαμε, μα τι μπορούν να 
> μας
>      κάνουν, εικοστός αιώνας είναι πλέον?θα μας σκοτώσουν ; Αυτό θα 
> σημαίνει
>      και το δικό τους τέλος?και προχωρούσαμε σπρώχνοντας προς την πύλη. 
> Όλος ο
>      δρόμος ήταν γεμάτος από τρόλεϊ και λεωφορεία με σκασμένα λάστιχα και
>      συνθήματα στα πλευρά.
>
>      -                    Κείνο το βράδυ νόμιζα πως οι Δευτέρες του κόσμου 
> θα
>      τέλειωναν πια και πως όλος ο καιρός μας θα γινόταν? ένα 
> Σαββατοκύριακο.
>
>      -                    Κάποτε φτάσαμε μπροστά στην πύλη, εκεί ο 
> ενθουσιασμός
>      ήτανε πολύ μεγάλος, τραγούδια που λέγανε για χαρά, ελευθερία, πρόοδο 
> και
>      ισότητα. Ενθουσιαστήκαμε και μεις, φωνάζαμε, κλαίγαμε, 
> χειροκροτούσαμε,
>      ήταν σαν τη νύχτα της Ανάστασης που ζούσαμε σαν ήμασταν μικρά παιδιά, 
> το
>      βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Έτσι, πέρασε η ώρα χωρίς να το 
> καταλάβουμε κι
>      έγινε δυο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα.
>
>      -                    Μια κοπέλα δίπλα μου έβαλε τα κλάματα, φώναζε 
> ότι δεν
>      μπορεί να βλέπει αίματα. Ένα αγόρι την παραμέρισε κι αυτή συνέχιζε 
> ότι πως
>      βρέθηκε εδώ μέσα δεν το κατάλαβε. Κατέβηκε λέει το απόγευμα να δει τι
>      γίνεται. Βούιξε η Αθήνα και κατέβηκε. Βλέπει τη συμμαθήτριά της την 
> Πούλια
>      μέσα και μπήκε στον αυλόγυρο. Μέχρι να πουν τα νέα τους, αρχίζουν οι
>      αστυνομικοί τα δακρυγόνα, που να φύγει. Περίμενε να ησυχάσουν τα 
> πράγματα,
>      αντί γι? αυτό χειροτέρευαν. Και να σου την τώρα εδώ μέσα άγρια 
> μεσάνυχτα.
>      Θα πεθάνουν οι γονείς της από την αγωνία τους. Ένα βιβλίο τους είπε 
> πως
>      κατεβαίνει ν? αγοράσει. Αλλά πουν ?ν? την τώρα ;
>
>      -                    Πήγαινε να σκάσει σοβαρή και φοβισμένη. Όσο την
>      έβλεπα τόσο τη συμπονούσα. Έδειχνε αποσβολωμένη με όλα αυτά που 
> γίνονταν
>      μπροστά στα μάτια της. Την αγκάλιασα και της λέω μη φοβάσαι, εδώ μέσα
>      είσαι ασφαλής. Έρχεται και τ? αγόρι από κοντά. Την παρηγορεί, ότι
>      περιφρουρούμε γερά τα κάγκελα, είμαστε μια μεραρχία ψυχωμένοι που δεν 
> θα
>      τους αφήσουμε να περάσουν.
>
>      -                    Όμως η μαθήτρια δεν έλεγε να ηρεμήσει. 
> Ανησυχούσε για
>      τους γονείς της. Πώς να προβλέψει ότι θα την αποκλείαν εδώ μέσα ; Για 
> όλα
>      όμως φταίει η Πούλια που παρασέρνει όλα τα κορίτσια στο σχολείο, τους 
> λέει
>      όλο για ήρωες και κατορθώματα και για την αντίσταση κατά των Γερμανών 
> και
>      πολλά άλλα. Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία τους λέει και τα 
> ζαλίζει
>      και τα ξετρελαίνει τα κορίτσια γι? αυτό πέρσι λίγο έλειψε να την
>      αποβάλλουν. Κι αν δεν ήταν η φιλόλογος να μπει στη μέση, «μη μου 
> πειράξετε
>      την καλύτερή μου μαθήτρια», δεν θα υποχωρούσε ο γυμνασιάρχης.
>
>      -                    Εκείνη τη στιγμή, έπεσε κι άλλος χτυπημένος στο
>      δρόμο. Τον βλέπει η μικρή και κόβει τη λογοδιάρροια. Έσφιγγε τα 
> κάγκελα με
>      απόγνωση?
>
>      -                    Κείνο το βράδυ νόμιζα πως οι Δευτέρες του κόσμου 
> θα
>      τέλειωναν πια και πως όλος ο καιρός μας θα γινόταν? ένα 
> Σαββατοκύριακο.
>
>      -                    Ξαφνικά νιώσαμε από μακριά ένα θόρυβο μέσα στη 
> νύχτα
>      σα να κυλάει κατά πάνω μας ένας σιδερένιος ποταμός. Ο κόσμος άρχισε 
> να
>      τρέχει πανικόβλητος και να χάνεται στα στενά. Ήμασταν περικυκλωμένοι 
> από
>      την αστυνομία και το στρατό.
>
>      -                    Και τότε ακούστηκε εκείνος ο θόρυβος, σαν έμμονο
>      βουητό, έκανε όλο το χώρο να τρίζει. Κάποιες πνιγμένες φωνές έφτασαν 
> στ?
>      αφτιά μου, να κατέβουμε όλοι στο προαύλιο, έλεγαν. Εκεί κάτω, ακόμη 
> νύχτα,
>      ο θόρυβος ακουγόταν πιο καθαρά. Εκείνο είχε αρχίσει να πλησιάζει. 
> Αργά ?
>      αργά, το τρίξιμο του δρόμου και του κτιρίου γινόταν πιο έντονο, το 
> βουητό
>      αυτού που ερχόταν πιο δυνατό, το σφίξιμο μέσα μου πιο δυνατό. Στη 
> φαντασία
>      μου είχαν αρχίσει ήδη να προβάλλουν σαν εικόνες, τα γκρίζα μεταλλικά
>      κομμάτια του, η καμπίνα στο πιο ψηλό σημείο του, ο μακρύς σιδερένιος
>      σωλήνας, οι πολλές ρόδες που γύριζαν αργά αλλά σίγουρα, 
> κατασπαράζοντας
>      την απόσταση.
>
>      -                    Νόμιζα ότι μόνο θα μας χτυπήσουν, ή το πολύ ? 
> πολύ,
>      θα φώναζαν την πυροσβεστική να μας καταβρέξει και να μας διαλύσει. 
> Αυτοί
>      όμως είχανε όπλα κι αρχίσανε να ρίχνουν στο ψαχνό. Σε λίγο φάνηκε και 
> το
>      σιδερένιο θηρίο.
>
>      -                    Γκρίζες αισθήσεις, μια παγωμάρα. Στο μισοσκόταδο 
> του
>      προαυλίου έβλεπα τις ματιές να ψάχνουν μεταξύ τους, τα πρόσωπα, τα
>      βλέμματα γεμάτα απορία. Κι ύστερα, ένα ξαφνικό φως. Λαμπρό, κάτασπρο. 
> Ένα
>      φως από τεράστιους προβολείς, να πέφτει πάνω στο προαύλιο και τα 
> πρόσωπα.
>      Ακινησία. Μόνο το φως κυκλοφορούσε ματαιώνοντας κάθε απόπειρα 
> κίνησης. Και
>      μετά, εντελώς ξαφνικά, οι φωνές βουβάθηκαν. Τα σώματα σαν στήλες 
> άλατος.
>      Τα στόματα ανοιχτά χωρίς ήχο. Εκείνο κινιόταν στην αρχή σχεδόν 
> αδιόρατα,
>      τρίζοντας τα μεταλλικά του σημεία, προχωρούσε καταπάνω στην πύλη. Τα
>      παιδιά που ήταν σκαρφαλωμένα πάνω της  δεν είχαν φύγει. Εκείνο 
> κινιόταν κι
>      έμοιαζε ακίνητο, θηρίο που κάλπαζε σε αργή κίνηση και ?κρακ. Έπεσε 
> πάνω
>      στις πύλες και τις γκρέμισε.
>
>      -                    Κάτω απ? το λευκό φως άστραψαν κόκκινα σχήματα.
>      Ακίνητα σώματα. Όρθια ή πεσμένα. Στο προαύλιο δεν υπήρχε ήχος. 
> Κάποιος μ?
>      έσπρωξε με κάτι μεταλλικό, ήταν κάνη όπλου. Έπρεπε να βγω μαζί με 
> τους
>      άλλους.
>
>      -                    Από παντού άκουγες κραυγές, πυροβολισμούς, 
> σφυρίχτρες
>      και πράγματα που σπάγανε. Είχα σταθεί ακίνητος στη θέση μου, δεν 
> πίστευα
>      στα μάτια μου. Ξαφνικά ένιωσα μέσα στο στήθος μου κάτι σαν σιδερένια
>      γροθιά. Κοίτα να δεις, είπα. Με χτύπησαν άσχημα. Έπεσα 
> κάτω?ζαλίστηκα.
>      Συνήλθα όμως κάπως. Φοβήθηκα μήπως πεθάνω κι άρχισα να λυπάμαι γιατί 
> ήμουν
>      μόνο 17 χρονών?.
>
>      -                    Αυτά. Μετά από όλα αυτά μας είπανε πως όλα πήγαν 
> μια
>      χαρά. Οι κακοί φυλακίσθηκαν κι η ζωή βρήκε πάλι το ρυθμό της.
>
>
>      -                    Το βράδυ αυτό, το κάνανε κάτι σα γιορτή, σαν 
> επέτειο.
>      Και μένα διάλεξαν να με κάνουν ήρωα. Γιατί ήμουν νέος και γιατί 
> σπούδαζα
>      σε μια τεχνική σχολή. Κάθε φορά λοιπόν που εσείς γιορτάζετε κι 
> έρχεστε και
>      κρεμάτε στεφάνια, έρχομαι κι εγώ εδώ και περπατάω ανάμεσά σας για μια
>      βραδιά, άγνωστος ανάμεσα σε άγνωστους. Μα ύστερα από την τρίτη ή 
> τέταρτη
>      επέτειο, είδα και κατάλαβα καλά πως έχουν σήμερα τα πράγματα. Κι 
> άρχισα να
>      στενοχωριέμαι και να προβληματίζομαι
>      Γιατί?τι είναι η ζωή μας σήμερα ;
>      Μια Δευτέρα πρωί είναι ! Μια Δευτέρα πρωί. Οι γιορτές μας άνοστες 
> μέρες,
>      γεμάτες πλήξη, θλίψη κι ανία, στολισμένες με χίλιες δυο φθηνές, 
> άχρηστες
>      γεύσεις, πλαστικά τραγούδια και σχέσεις φυτεμένες στο προσωπικό 
> συμφέρον.
>      Βλέπω να μην υπάρχουν φίλοι. Όλοι φοβούνται μήπως μείνουν απ? 
> έξω?μήπως
>      μείνουν πίσω. Καθένας τους έχει την κοίτη του, το αυλάκι του?και το 
> νερό
>      τρέχει προς την θάλασσα της προσωπικής του ευτυχίας?Δουλειά απ? το 
> βράδυ
>      ως το πρωί?άχρηστα ψώνια?τις γιορτές?να λες πως κάτι κάνεις?και πως 
> ζεις !
>      Μια Δευτέρα πρωί, που μυρίζει υγρασία και βενζίνη.
>      Όχι, δεν είμαι παραπονεμένος. Κείνο το βράδυ νόμιζα πως οι Δευτέρες 
> του
>      κόσμου θα τέλειωναν πια και πως όλος ο καιρός μας θα γινόταν? ένα
>      Σαββατοκύριακο. Το όνειρό μου έλαμψε σε κείνη τη γιορτή σαν 
> πυγολαμπίδα
>      στο σκοτεινό ουρανό. Αυτό το μικρό φως, ένα κομμάτι από το μέλλον 
> όπου
>      όλες οι Δευτέρες του κόσμου θα ?χουν πια τελειώσει, είναι ότι θυμάμαι 
> από
>      κείνο το βράδυ.
>      Κι αν υπάρχουν κομμάτια από αυτό το μέλλον, μέσα στο γκρίζο σήμερα, 
> αυτά
>      είναι σαν τα χαμόγελα των παιδιών. Στα θρανία των σχολικών τάξεων,
>      υπάρχουν σταγόνες απ? το αύριο, στις αλάνες και τα μαξιλάρια των 
> παιδιών
>      σιγοψυθιρίζει τα μυστικά του το μέλλον.
>      Όχι, δεν είμαι παραπονεμένος.
>      Καληνύχτα φίλοι μου !
>
>      Ακούγεται το τραγούδι «Αρνιέμαι». Προβάλλεται βίντεο με αγώνες και
>      διαδηλώσεις για την παιδεία, την ειρήνη κλπ. στην Ελλάδα και τον 
> κόσμο με
>      το σύνθημα «αυτοί οι αγώνες συνεχίζονται»
>
>
>      Πηγές :
>      «Μίλα», Αζίζ Νεσίν
>      Ένα τραγούδι δε φτάνει, ταινία της Ελισάβετ Χρονοπούλου
>      Ανθρωποφύλακες, Περικλής Κοροβέσης
>      Η αρχαία σκουριά, Μάρω Δούκα
>      Η τρομοκρατία της μνήμης, Λεία Βιτάλη
>      Η επέτειος, Γιώργος Μανιώτης
>      Τα γενέθλια, Ζωρζ Σαρή
>      Ιστορίες του γέρο Αντόνιο, subcomandante Marcos
>      Το μελάνι φωνάζει, η 17η Νοέμβρη στη λογοτεχνία, του Ηλία Γκρη
>      Ο τίτλος του θεατρικού είναι παράφραση από το βιβλίο του Τάσου 
> Δαρβέρη
>      «Μια ιστορία της νύχτας 1967 ? 1974».
>
>      Η παράσταση αυτή είναι μια εκδοχή δραματοποίησης μιας σειράς 
> εξαιρετικών
>      κειμένων για τη δικτατορία και το Πολυτεχνείο. Είναι προφανές ότι οι
>      αυτοσχεδιασμοί, η επιλογή - επιμέλεια κειμένων και μουσικής, τα 
> θεατρικά
>      ευρήματα, τα βίντεο κλπ. αλλά και οι μονόλογοι και οι διάλογοι, 
> μπορούν
>      και πρέπει να προσαρμόζονται στη δυναμική της τάξης και την αισθητική
>      άποψη του εκπαιδευτικού και των παιδιών.  Οι βασικές πηγές που πάνω 
> τους
>      στηρίχτηκε η ιδέα της παράστασης είναι δυο. Η ταινία της Χρονοπούλου 
> «ένα
>      τραγούδι δε φτάνει» ήταν η μια. Η άλλη ? η πιο σημαντική -, ήταν η 
> δουλειά
>      που κάναμε με μια ομάδα καλών συναδέλφων και δάσκαλο τον Τάκη 
> Τζαμαριά στο
>      Μαράσλειο Διδασκαλείο πάνω σε κείμενα από το μυθιστόρημα της Ζωρζ 
> Σαρή «τα
>      γενέθλια». Σε αυτούς τους συναδέλφους και τις δημιουργικές στιγμές 
> που
>      περάσαμε μαζί θα ήθελα να αφιερώσω αυτή τη μικρή δουλειά.
>      Δ.Μ.
>
> _____________________
>
> orasi mailing list
> διαβάστε για αυτή την λίστα και τα θέματα που συζητά στο
> //www.freelists.org/webpage/orasi
>
> Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το δουν όλοι οι  συνδρομητές της λίστας 
> στείλτε email στην διεύθυνση
> orasi@xxxxxxxxxxxxx
>
> Για να διαγραφείτε από αυτή την λίστα μπορείτε οποιαδήποτε στιγμή να 
> στείλετε email στην διεύθυνση
> orasi-request@xxxxxxxxxxxxx
> και στο θέμα γράψτε unsubscribe.
>
> Το αρχείο της λίστας βρίσκεται στο
> //www.freelists.org/archives/orasi
>
> ______________
>
>
>
>
> 


_____________________

orasi mailing list
διαβάστε για αυτή την λίστα και τα θέματα που συζητά στο
//www.freelists.org/webpage/orasi

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το δουν όλοι οι  συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
orasi@xxxxxxxxxxxxx

Για να διαγραφείτε από αυτή την λίστα μπορείτε οποιαδήποτε στιγμή να στείλετε 
email στην διεύθυνση
orasi-request@xxxxxxxxxxxxx 
και στο θέμα γράψτε unsubscribe.

Το αρχείο της λίστας βρίσκεται στο
//www.freelists.org/archives/orasi

______________



Other related posts: