[openyourmind] Re: δακρυγόνος νοσταλγία

  • From: ANNA-MARIA FOSKOLOU <firefly.tinos@xxxxxxxxx>
  • To: openyourmind@xxxxxxxxxxxxx
  • Date: Sat, 02 Jul 2011 00:11:42 +0300

Πραγματικά πάρα πολύ ωραίο κείμενο,με πρόκληση ανάμεικτων συναισθημάτωμ με μια εκπληκτική κορύφωση προς το τέλος!!Είχα μείνει ακίνητη απλά να ακούσω και να αναλύσω τα συναισθήματα και τις σκέψεις... Σίγουρα παρουσιάζει μια πραγματικότητα που για πολλούς ίσως είνα όνειρο ζωής το να αποκτήσουν χρήματα,μια καλή ζωή που όλα τα υλικά αγαθά θα είναι στα πόδια τους.. Παρατηρούμε όμως πως επι της ουσίας,αυτό όταν το αποκτήσει κανείς χάνει την ουσία και γίνεται δέσμιος ενός ονείρου που καταλήγει εφιάλτης.. Τίποτα δεν μπορεί να εξαγοράσει ένα γλυκό χαμόγελο και μια ζεστή ματιά που συνοδεύεται απο μια αγκαλιά... Ανεκτίμητης αξίας τα ανθρωπινα συναισθήματα,μπορεί να κηνυγάμε το ανέφικτο θεωρώντας πως ένα ακριβό κάτι θα αναπληρώσει το κενό που νιώθουμε μέσα μας.. Χαμένοι σε σκέψεις,απομακρυσμένοι απο τον διπλανό μας, αναζητώντας μια σανίδα σωτηρίας,στα υλικά και απρόσωπα αντικείμενα...Εξαρτημένοι απο το φαίνεσθαι, αγνοώντας το είναι...

Στις 1/7/2011 2:21 μμ, ο/η ευγενία σταμάτη έγραψε:

της Νίκης Κόλλια 29/06/2011
Η κλασική εκδοχή θα ήταν χτύπημα και γράμμα: ένα χτύπημα το Α, δύο το Β, είκοσι τέσσερα για το Ω. Όσο μεγαλύτερη η λέξη, τόσο περισσότερα τα χτυπήματα. Υπήρχε, βέβαια και η μέθοδος για προχωρημένους: θα χωρίζαμε τα 24 γράμματα σε τέσσερις πεντάδες και μια τετράδα και θα χτυπούσες πρώτα την πεντάδα και ύστερα το γράμμα της για να ορίσεις τη λέξη. Έτσι το Ω θα ʼταν μονάχα εννιά χτυπήματα. μια σημαντική οικονομία στην επικοινωνία μας. Θα λέγαμε μόνο τα ουσιώδη «μου λείπεις και πονάω» και όταν θα σταματούσαν τα χτυπήματα, θα σε ονειρευόμουν με ανοικτά τα μάτια και ύστερα θα ξυπνούσα από τους πόνους, θα υπέθετα πως είναι ακόμη νύχτα, μα θα ήταν ήδη πρωί, αλλά θα ήμαστε μια μέρα ακόμη όρθιοι, παρά τη συνεχή πίεση της εξηκονθήμερης απομόνωσης μες τα κελιά μας, χωρίς βιβλία, τσιγάρα για σένα, γυαλιά στην περίπτωσή μου, χωρίς καθαρά ρούχα, βρώμικοι και ταπεινωμένοι, αλλά θα ήσουν ακόμη εκεί δίπλα μου και οι χτύποι στον τοίχο θα έλεγαν πως είσαι όρθιος και αυτό θα έφτανε για να ελπίζω. Θα σε ονειρευόμουν όμορφο και ποιητικό σχεδόν μοιραίο στο φως της Σαριπόλων, ζωντανό και οξύ να αγορεύεις σε εκείνη τη συνέλευση των φοιτητών και ύστερα θα σε καμάρωνα να βαστάς ένα φέρετρο και από πίσω να ακολουθεί δακρυσμένη η Ελλάδα. Θα σε ξανάβρισκα πάνω στην ταράτσα, ανάμεσα στα παιδιά, τα πανό και τις αφίσες, τα μπουκλάκια από τα ξανθά μαλλιά σου θα κάλυπταν το μέτωπό σου και με γυρισμένα τα μανίκια θα με έπαιρνες από το χέρι σφικτά σε εκείνο το υπόγειο κάπου στο Βύρωνα και θα σε άκουγα να οργανώνεις τις τελευταίες λεπτομέρειες για τα πρακτικά οργανωτικά του φοιτητικού κινήματος, θα συντόνιζες το διασχολικό Φυσικομαθητικής, Νομικής και Πολυτεχνείου και ύστερα θα έγραφες το σχέδιο δράσης και ύστερα θα δρούσες. Και γω θα σε θαύμαζα κρατώντας το χέρι της μάνας σου όταν θα δικαζόσουν. Και ύστερα δεν θα φοβόμουν την κόλαση έστω και αν μας χώριζε ένας τοίχος. Και θα ήσουν ξανά και ξανά ο έρωτας της
ζωής μου, και θα μέναμε για πάντα μαζί με όλα τα ουσιώδη.
Και μείναμε μαζί, χωρίς παιδιά. Σε τι κόσμο να φέρεις ένα παιδί; είπες και ʼγω συμφώνησα. Δακρυγόνα. Παντού δακρυγόνα. Κατεβαίνω στην Αθήνα, έχω κανονίσει ραντεβού με τον ψυχαναλυτή, δεν γινόταν να το ακυρώσω, είναι κλεισμένος για τον επόμενο μήνα λόγω διακοπών. Το κέντρο σιδηρόφρακτο φρούριο λόγω διαδηλώσεων, πήρα το μετρό. Μια αλλαγή συρμού όλο και όλο, θα ανέβω ένα επίπεδο και σε μερικά μόλις λεπτά θα είμαι Ακρόπολη και ύστερα θα χαζεύω το ανατολικό τμήμα του κήπου του μουσείου. Ανοίγουν οι πόρτες, άνθρωποι με προσπερνούν, άλλοι μπαίνουν, άλλοι με σπρώχνουν, σιχαίνομαι να με σπρώχνουν, όμως είναι μόνο λίγα λεπτά όλο αυτό, κάποια στιγμή βγαίνω και γω προς τις κυλιόμενες, οι πόρτες κλείνουν, ο συρμός φεύγει, ακούω τον ήχο του συρμού, μπλέκεται με άλλους ήχους, συνειδητοποιώ πως είναι φωνές ανθρώπων, ξάφνου καταλαβαίνω πως εκεί μέσα δεν είναι καθόλου δροσερά, είναι αποπνιχτικά μάλλον θα έλεγα, ο αέρας βρωμάει δακρυγόνα, τα μάτια μου τσούζουν, καίνε τη μύτη μου, η ατμόσφαιρα είναι εκρηκτική, γύρω μου άνθρωποι μεταξύ τους και παιδιά, θα μπορούσαν να είναι τα παιδιά μου σκέφτομαι, αλλά δεν είναι γιατί από επιλογή δεν τα κάναμε, παιδιά με κατακόκκινα μάτια, εκατοντάδες μάτια-βρικόλακες βρίσκονται στο πάτωμα, ημιλιπόθυμοι, δεν μπορούν να αναπνεύσουν, μια κυρία δίπλα μου ουρλιάζει κλαίγοντας πως μάλλον έριξαν χημικά μες το μετρό, επάνω συγκρούονται διαδηλωτές με τα ματ, ακούγονται φωνές, γιατροί περιφέρονται και μοιράζουν νερά, σεκιουρητάδες ουρλιάζουν «μην ανεβαίνετε μην κατεβαίνετε, πού πάτε;», το μετρό ξαφνικά έγινε ένα τεράστιο υπόγειο νοσοκομείο, παιδιά είναι εκεί κάτω στο πάτωμα, έχω καιρό να βγω από
το σπίτι και να κατέβω κέντρο και όλο αυτό μου είναι πρωτόγνωρο.
Αλλά παραδόξως δεν φοβάμαι. Κανονικά θα έπρεπε να φοβάμαι τόσους ανθρώπους με κατακόκκινα μάτια στο πάτωμα και γύρω μου, αλλά για πρώτη φορά μετά από καιρό δεν φοβάμαι το πλήθος. Γιατί δεν είναι πλήθος, είναι άνθρωποι με κατακόκκινα μάτια, άνθρωποι που κλαίνε, εκεί στο πάτωμα, έχω ξεσυνηθίσει τον κόσμο, αλλά αυτός ο κόσμος δεν με τρομάζει, είναι άγριος και όχι απαλός, μυρίζει ιδρώτα ανάμεσα στη μυρωδιά δακρυγόνων, μυρίζει ασφυξία, λες και όλο το μετρό γέμισε μιαν ασυνήθιστη ασφυξία, αλλά εγώ για πρώτη φορά εκεί μέσα αναπνέω και δεν ασφυκτιώ, ενώ ασφυκτιώ στους τοίχους της ευρύχωρης έρημης μεζονέτας που εσύ έχτισες, στον κήπο με τα εκατό καταπράσινα κυπαρισσάκια και τα γαλαζοπράσινα νερά της πισίνας, ασφυκτιώ κοιτώντας το ενυδρείο με τα 36 ψάρια που βάλαμε για καλό feng shui, ασφυκτιώ κοιτώντας τους πίνακες που αγοράσαμε σε δημοπρασίες και γκαλερί, ασφυκτιώ χαζεύοντας τα σουβενίρ που φέραμε από τα ταξίδια μας στον κόσμο, ασφυκτιώ τυλίγοντας sushi και προσούτο σε πεπόνι, ασφυκτιώ όταν παίρνω και η γραμματέας σου μου λέει «θα σας καλέσει αργότερα αυτός», ασφυκτιώ όταν πάω δυο φορές κομμωτήριο για να σου αρέσω και αγοράζω νεανικά ρούχα για να δείχνω νέα, ενώ εσύ δεν με βρίσκεις νέα πια, ασφυκτιώ όταν περπατώ και δεν γυρίζει κανείς να με δει, ασφυκτιώ όταν έρχεται Σάββατο και αποδεχόμαστε μια πρόσκληση για φαγητό και ύστερα σχολιάζουμε την παρέα, ασφυκτιώ όταν γελάμε χωρίς λόγο, ασφυκτιώ όταν πέφτεις στο κρεβάτι και τα πόδια σου είναι κρύα και δεν με παίρνεις μια αγκαλιά και με φιλάς από συνήθεια, ασφυκτιώ που είμαι τόσο μόνη και σε ρωτώ ξανά και ξανά από ανασφάλεια «με αγαπάς;» και ασφυκτιώ όταν μου απαντάς «φυσικά σε αγαπάω χαζή», ασφυκτιώ που σχολιάζεις τις ανασφάλειές μου και δεν έχω ένα παιδί να του προβάλω όλα τους φόβους για τη συνέχειά μου και κυρίως ασφυκτιώ γιατί έχω δοκιμάσει πως ήταν να είμαι μαζί σου ερωτευμένη
και τώρα έπαψες να είσαι ο έρωτας.

Έχουν περάσει τρεις συρμοί και είμαι ακόμη ακίνητη. Δεν θα πάω ανατολικά της Ακρόπολης σήμερα. Θα μείνω εδώ μες τους καπνούς. Θα κάτσω στο πάτωμα, δίπλα σε ένα αγόρι, είναι ένα αγόρι γύρω στα 16, γλυκό με λευκή επιδερμίδα και αν και έχει κατακόκκινα μάτια, αυτά λάμπουν παράξενα μες τους καπνούς. Είναι τόσο νέο. Είσαι καλά παιδί μου; το ρωτάω. Και ʼκεί στο πάτωμα μπροστά σε δυο κατακόκκινα μάτια ενός αγοριού, αισθάνομαι ξαφνικά τον πιο μεγάλο φόβο της ζωής μου. Τα κατακόκκινα μάτια με κοιτούν με μια βαθειά ατελείωτη περιφρόνηση. Με την χειρότερη περιφρόνηση που θα μπορούσε άνθρωπος να δείξει σε συνάνθρωπό
του.
Κλείνω τα κανονικά μάτια μου. Υγραίνονται. Οι ώρες μου πάνε προς τα πίσω. Ένα κορίτσι ερωτεύεται ένα αγόρι πάνω σε μια ταράτσα, σε ένα κελί θα καταλάβει πως τον αγαπά, σε ένα γραφείο με κοστούμι θα τον χάσει, οι ώρες, οι ώρες μας και οι χτύποι και τα μάτια που ʼπάψαν πια να είναι κατακόκκινα, που έβαλαν γυαλιά πρεσβυωπίας, πήραν την εφημερίδα και ξεχάστηκαν σε έναν καναπέ. Και ο έρωτας που από επαναστάτης μεταλλάχθηκε σε τεχνοκράτης. Που πήγε εκείνος ο
δακρυγόνος έρωτας;
Όποτε ακούσεις το μήνυμά μου πάρε το μετρό και έλα αμέσως Σύνταγμα. Εδώ θα με βρεις. Και φέρε μαζί, και ας μην είναι η εποχή τους, δυο φλούδες μανταρίνι, να ρίξουμε καμιά στα μάτια μας μπας και θυμηθούμε πώς είναι τα δακρύζεις και ας είναι κάπως αργά.

Υγ. αφιερωμένο σε όλους τους φίλους των γονιών μου και στο Μάκη Παρασκευόπουλο για την έμπνευση των πρώτων μόνο παραγράφων.
*Η Νίκη Κόλλια είναι δικηγόρος.πηγή
www.protagon.gr <http://www.protagon.gr>


Other related posts: