[openyourmind] Τα τραγούδια και οι ιστορίες τους

  • From: Augustina Mertzani <augustinapm@xxxxxxxxx>
  • To: openyourmind@xxxxxxxxxxxxx
  • Date: Thu, 2 Jun 2011 15:20:35 +0300

Πάνω κάτω είναι τραγούδια που όλοι ξέρουμε και πιθανώς μας έχουν εκφράσει
κάποιες φορές... Από πίσω όμως πιθανότατα να κρύβεται μια ιστορία τελείως
διαφορετική και με διαφορετικό περιεχόμενο απ' αυτή που έχουμε φέρει στα
μέτρα μας. Για του λόγου το αληθές, λοιπόν, δια στόματος Αλκίνοου Ιωαννίδη
και με την ευκαιρία που του δίνει το Δεύτερο Πρόγραμμα μαθαίνουμε την
ιστορία αρκετών τραγουδιών του...

ΟΝΕΙΡΟ ΗΤΑΝΕ
Ένας φίλος του Αλκίνοου υπήρξε ερωτευμένος για μεγάλο διάστημα με μια
κοπέλα, την οποία έβλεπε μόνο στον ύπνο του. Στον ξύπνιο δεν την είχε
συναντήσει ποτέ. Παρ' όλα αυτά είχαν μια κανονική ερωτική ιστορία, με τα
πάνω και τα κάτω, με τις χαρές και τις λύπες. Από καιρό εις καιρό ο Αλκίνοος
έβλεπε το φίλο του και εκείνος του έλεγε: "Ξέρεις,την ξαναείδα, μου είπε
αυτό, εγώ της είπα το άλλο, συνέβη εκείνο, έγινε τούτο". Μια μέρα, ένα βράδυ
μάλλον ενώ κοιμόταν πάλι, ήρθε ξανά στον ύπνο του η κοπέλα, κλαίγοντας αυτή
τη φορά και του είπε ότι δεν θα την ξανάβλεπε και πράγματι έκτοτε δεν την
ξαναείδε. Και απ' αυτή την ιστορία έγραψε το τραγούδι.

ΟΣΑ Η ΑΓΑΠΗ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ
Το 1994 ο Αλκίνοος έκανε πρόβες με τη Δήμητρα Γαλάνη, την Ελένη
Τσαλιγοπούλου και τον Γεράσιμο Ανδρεάτο για τη δεύτερη χρονιά στο Χάραμα.
Όλοι οι συνάδελφοί του είχαν μια σχέση στενή με το λαϊκό τραγούδι, εκείνος
όχι. Δεν ακούγαν λαϊκά στο σπίτι του, μόνο απ' το ραδιόφωνο εκτός σπιτιού αν
έπιανε κάτι τ' αυτί του. Ήξερε και αγαπούσε κάποια τραγούδια, κυρίως
ρεμπέτικα, αλλά η επαφή του ήταν είτε εξ' αποστάσεως και ευκαιριακή είτε
μέσα από λαϊκά τραγούδια έντεχνων δημιουργών. Ένας καινούριος θαυμαστός
κόσμος άνοιγε λοιπόν στ' αυτιά του. Έπρεπε να πει κάποια τραγούδια και στα
υπόλοιπα να παίξει κιθάρα και κρουστά. Βούτηξε μέσα στο λαϊκό τραγούδι σαν
πεινασμένος κι ανακάλυψε επιτέλους στα 24 του τον Τσιτσάνη, τον Καζαντζίδη,
τον Διονυσίου, τη Νίνου, τον Χιώτη κι έναν θησαυρό από τραγούδια, ήχους,
νοοτροπίες, δημιουργούς, οργανοπαίχτες, ερμηνευτές. Ακόμα γνώρισε προσωπικά
τη Σωτηρία Μπέλλου και τον Άκη Πάνου. Στη διάρκεια μιας πρόβας λοιπόν στο
Χάραμα κλείστηκε σε ένα καμαρίνι και ξεκίνησε να γράφει το Όσα η αγάπη
ονειρεύεται. Αμέσως μετά, όταν πήγε στο σπίτι, το τελείωσε.

Ο ΦΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΠΟΔΗΛΑΤΗΣ
Το 2003 ο Αλκίνοος ζούσε στην Εύβοια και ετοίμαζε τον καινούριο του δίσκο
(Οι περιπέτειες ενός προσκυνητή). Ο πατέρας του έμενε κάπου εκεί κοντά κι
εκείνος είχε αγοράσει ένα ποδήλατο κατακόκκινο και με τεράστια χαρά σαν
παιδάκι πήγε να του το δείξει. Από εκεί ο πατέρας του εμπνεύστηκε το
εξώφυλλο του δίσκου, τον ζωγραφικό πίνακα με έναν φλεγόμενο ποδηλάτη σε
κίνηση. Ξαναπήγε λίγες μέρες μετά στου πατέρα του να δει το έργο, το είχε
ήδη προχωρήσει αρκετά, και ύστερα πήρε το ποδήλατο, γύρισε στο σπίτι και
έγραψε τον φλεγόμενο ποδηλάτη. Ηχογράφησε την ορχήστρα δωματίου σε στούντιο
στην Αθήνα και μετά στο σπίτι του ηχογράφησε τον αδερφό του, Λίνο, ο οποίος
το απαγγέλλει. Οι στίχοι μιλούν για τον πόθο των γυναικών στα χωριά.

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Πριν από αρκετά χρόνια ο Αλκίνοος ζούσε σε ένα διαμέρισμα στο Βύρωνα. Ήταν
κρυωμένος, με πολύ πυρετό και έμεινε στο κρεβάτι για μέρες. Δεν άντεχε άλλο
να ξαπλώνει άπραγος, προσπάθησε λοιπόν να διαβάσει κάτι αν και ήταν πάρα
πολύ δύσκολο. Διάβασε ένα διήγημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ένα νεανικό
του διήγημα που λεγόταν "Ένας πολύ γέρος κύριος με τεράστια
φτερά"<http://forum.alkinoos.gr/viewtopic.php?t=1693>.
Κατάλαβε, διαβάζοντας το διήγημα μέσα στον πυρετό του, πως το νόημα του
διηγήματος ήταν πως όταν δούμε κάτι το εξαιρετικά ωραίο ή κάτι το εξαιρετκά
άσχημο το μισούμε και το πετροβολάμε γιατί εκεί αναγνωρίζουμε ένα μέρος του
εαυτού μας που δεν θέλουμε να ξερουμε ότι υπάρχει. Αργότερα έγινε καλά
βέβαια, ξαναδιάβασε το διήγημα, για άλλα πράγματα μιλούσε, αλλά είχε ήδη
γράψει το τραγούδι και έτσι έμεινε.

ΕΓΩ ΚΙ ΕΣΥ ΜΑΖΙ
Κάποιοι φίλοι του Αλκίνοου έχουν ένα στούντιο, το οποίο είχε αναλάβει να
μεταγλωττίσει ταινίες της εταιρείας Disney στα ελληνικά. Εκείνος, επειδή δεν
τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για την Disney, όταν του πρότειναν να τραγουδήσει ένα
τραγούδι στην ταινία Toy Story τους είπε πως δεν ενδιαφερόταν. Ακούγοντας
όμως πως τους στίχους θα τους μετέφραζε στα ελληνικά ο Τζίμης Πανούσης και
ήταν να τραγουδήσουν και ένα ντουέτο μαζί, άλλαξε γνώμη και δέχτηκε με χαρά.
Έτσι πήγε μια μέρα στο στούντιο, ήταν και ο Τζίμης εκεί, και μπήκε μέσα ο
Αλκίνοος να τραγουδήσει το δικό μου μέρος. Μάλιστα θυμάται πολύ καθαρά ότι
όση ώρα τραγουδούσε, ο Τζίμης καθόταν έξω, είχε φέρει ένα ταπεράκι με
γιουβαρλάκια από το σπίτι του και έτρωγε! Ύστερα τραγούδησε κι αυτός το δικό
του μέρος. Τελικά ο Αλκίνοος παραδέχεται πως χαίρεται πολύ που είπε αυτό το
τραγούδι γιατί τώρα πια έχει παιδιά και τους αρέσει πολύ.

ΚΕΜΑΛ
Ένα τραγούδι σε μουσική του Μάνου Χατζηδάκι και στίχους του Νίκου Γκάτσου. Η
αρχική ηχογράφηση είναι στα αγγλικά και βρίσκεται στον δίσκο Reflections,
τον οποίο είχε κάνει ο Μάνος Χατζηδάκις στη Νέα Υόρκη με ένα νεοϋορκέζικο
συγκρότημα. Αργότερα ο Αλκίνοος το ερμήνευσε στα ελληνικά σε κάποια συναυλία
του, που ηχογραφήθηκε και μετά η ηχογράφηση κυκλοφόρησε στο cd Εκτός Τόπου
και Χρόνου.
Κάποια φορά όμως σε ένα φεστιβάλ το τραγούδησε και ως μέρος του συνόλου,
δηλαδή τραγούδησε όλο το υλικό του Reflections μαζί με το μουσικό σύνολο
"Μάνος Χατζηδάκις". Στο κοινό λοιπόν βρισκόταν ο Νίκος Κυπουργός και
παρακολουθούσε και μπροστά του στέκονταν δύο παιδιά. Ξεκίνησε ο Αλκίνοος,
είπε το πρώτο τραγούδι στα αγγλικά, τα παιδιά δεν το ήξεραν, είπε το
δεύtερο, το τρίτο, οπότε άρχισαν να αναρρωτιούνται αν θα πει και κανένα δικό
του. Όταν ήρθε λοιπόν ο Κεμάλ, τον οποίο τραγούδησε μάλιστα στα ελληνικά,
είπαν ο ένας στον άλλο: "επιτέλους λέει και ένα δικό του τραγούδι". Από τότε
ο Ν. Κυπουργός, αστειευόμενος και για να τον πειράξει, λέει ότι ο Αλκίνοος
είναι ένας μεγάλος συνθέτης που έγράψε και ένα σπουδαίο τραγούδι, τον
Κεμάλ.

ΠΑΤΡΙΔΑ
Ένα τραγούδι που αναφέρεται σε προσωπικά βιώματα το Αλκίνοου.
Όταν έγινε το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ήταν σχεδόν 5
χρονών. Οι χουντικοί πραξικοπηματίες είχαν αιχμαλωτίσει τη μητέρα του που
ήταν εκφωνήτρια στο ραδιόφωνο, μαζί με κάποιους συναδέλφους της για κάποιες
μέρες μέσα στον σταθμό. Τους ανάγκαζαν να διαβάζουν τις ανακοινώσεις τους με
την απειλή περιστρόφου. Ο πατέρας του όταν άρχισε η εισβολή και ο
βομβαρδισμός, έκρυψε τον Αλκίνοο και τον αδερφό του κάτω από ένα τραπέζι για
να μην πέφτουν οι σοβάδες πάνω τους. Όταν άρχισαν να πέφτουν οι Τούρκοι
αλεξιπτωτιστές, τον πήγε στο παράθυρο να τους δει και για να μην φοβηθεί του
έλεγε: "Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν" και "Κοίταξε τι ωραίοι που είναι".
Και οι δύο γονείς του είναι ορφανοί από πατέρα. Και οι δύο παππούδες
σκοτώθηκαν στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ο ένας στη Δράμα, ο άλλος στο
Λονδίνο.
Χρόνια μετά έζησε τον βομβαρδισμό της Σερβίας, όπου βρέθηκε για μερικές
μέρες εκεί για να τραγουδήσει. Όταν έφτασαν στο Βελιγράδι τους υποδέχτηκε σε
ένα άδειο ξενοδοχείο ο μετρ, ντυμένος στην τρίχα μες στα μεσάνυχτα και μες
στον πόλεμο σα να μη συνέβαινε τίποτα. Έμοιαζε με φάντασμα. Το ξενοδοχείο
ήταν άδειο τελείως. Το βράδυ ήταν τόσο κουρασμένος που έμεινε να κοιμάται
στη διάρκεια του βομβαρδισμού και δεν άκουσε τις σειρήνες, ούτε πήγε στο
καταφύγιο. Στο Αλέξινατς, ένα χωριό που βομβαρδίστηκε καταλάθος, απ' ότι
είπαν οι Αμερικανοί, είδε πτώματα και ανθρώπινα μέλη στα χαλάσματα.
Το τραγούδι μιλάει γι΄αυτά και για άλλα, όπως το άνοιγμα της πράσινης
γραμμής, τον Σολωμό Σολωμού, την Ολυμπιάδα του 2004, την ελληνική αστυνομία.
Και για όσους αγαπούν την πατρίδα τους επειδή μισούν τους άλλους.

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΣΟΥ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ
Το 2005-2006 ο Αλκίνοος έζησε σε ένα χωριό της Αρκαδίας, το Παρθένι. Έμενε
σε ένα παλιό σπίτι ψηλοτάβανο, με σανίδια στο πάτωμα, αυλή με δέντρα, κατώι
για το κρασί και το λάδι και θέα στην εκκλησία του Άη-Γιώργη. Δεν είχε
θέρμανση το σπίτι κι έτσι ξυπνούσε μια-δυο φορές τη νύχτα για να γεμίσει την
ξυλόσομπα. Ένα βράδυ μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ξυλιασμένος απ' το κρύο -έξω
χιόνιζε- αφού γέμισε τη σόμπα βρέθηκε να κάθεται στο τραπέζι και να γράφει
ένα τραγούδι. Το βρήκε ξανά το πρωί κι έκανε μια δοκιμαστική ηχογράφηση στην
οποία ακούγονταν σκυλιά, πουλιά και τρακτέρ από το παράθυρο, καθώς και το
ραδιόφωνο που έπαιζε στο διπλανό δωμάτιο. Ήταν το Δεύτερο Πρόγραμμα, το μόνο
που έπιανε στην περιοχή. "Απ΄ την ίδια συχνότητα εσείς θα ακούσετε μια πιο
φροντισμένη εκδοχή γραμμένη σε στούντιο"..

ΑΠΟΨΕ
Το τραγούδι μιλάει για τον υπέρτατο εξευτελισμό του ανθρώπου, τον έρωτα ή
την ανάγκη να συμβιώσεις έστω προσωρινά με κάποιον άνθρωπο. Είναι υπέρτατος
εξευτελισμός αλλά και υπέρτατο δώρο συγχρόνως, είναι η στιγμή που
καταλαβαίνεις ότι ο εαυτός σου δεν σου είναι αρκετός. Καταλαβαίνεις πόσο
λίγος είσαι, όλα γύρω σου σταματούν να έχουν νόημα, φαίνονται μικρά, θνητά
και άσχημα και αναγκάζεσαι να παραδεχτείς ότι η ελπίδα σου βρίσκεται στα
χέρια ενός άλλου ανθρώπου. Έστω κι αν ξέρεις πολλές φορές ότι και πάλι μόνος
θα καταλήξεις, ότι και πάλι θα επιθυμήσεις το να βρεθείς μόνος, ότι μετά από
λίγο καιρό τις περισσότερες φορές θα επιθυμούσες, θα προτιμούσες να ήσουν
και πάλι μόνος.

ΗΤΑΝ ΑΝΑΓΚΗ
Ξαφνικά ξυπνάς και κοντεύεις τα 40. Συνειδητοποιείς ότι είναι καιρός να
αρχίσεις να σκέφτεσαι ότι μπορεί και να μεγαλώνεις. Για κάποιους ανθρώπους,
και ειδικά για τους μουσικούς, είναι πολύ δύσκολο να συνειδητοποιήσουν την
ηλικία τους. Είναι η ενασχόληση με το τραγούδι και με τη μουσική τέτοια που
βοηθάει στο να αισθάνεσαι νέος. Είναι τα πολλά ταξίδια, οι πολλοί άνθρωποι
που γνωρίζεις, οι έντονες στιγμές, η ενασχόληση με το αόρατο μέρος, η
ενασχόληση με μια τέχνη που έχει να κάνει με το χρόνο τόσο πολύ που
εξοικειώνεσαι μαζί του γιατί η μουσική είναι μια τέχνη του χρόνου. Στο
τραγούδι αυτό ο Αλκίνοος μιλάει για αυτά τα πράγματα με ένα, ας πούμε,
χιούμορ, με μια "πρόβλεψη", ίσως, του πώς θα είναι όταν θα πάψει να είναι
δημιουργικός, όταν θα σταματήσει να γράφει. Όταν όλοι οι ήρωές του θα είναι
νεκροί, όταν δεν θα βρίσκει ανθρώπους γύρω του να μοιραστεί τον πλούτο της
τέχνης που του έχουν δώσει τα ινδάλματά του, δεν θα ακούν οι γύρω του
άνθρωποι τα ίδια τραγούδια που αυτός θα έχει αγαπήσει. Όταν δεν θα
βρίσκονται ζωντανοί άνθρωποι που να τους θαυμάζει και θα λέει ότι οι νέοι
δεν αξίζουν τίποτα. Όταν θα έρθει αυτή η εποχή λοιπόν. Όσο για τον τελευταίο
στίχο του τραγουδιού, αναφέρεται στον πατριό του πατέρα του που λεγόταν
Γλαύκος. Μια μέρα διάβαζε μια σημείωση στον τοίχο που έλεγε "Χρόνος ο
Πανδαμάτωρ". Την είχε κολλήσει ο πατέρας του Αλκίνοου και τον βρήκε να το
κοιτάει και να κλαίει. Ο γερο Γλαύκος ήταν ήδη πολύ μεγάλος σε ηλικία στο
τέλος της ζωής του αλλά έκλαιγε σαν παιδι.

ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟ ΔΕΝΤΡΟ
Το τραγούδι είναι εμπνευσμένο από ένα όνειρο που είχε δει ο Αλκίνοος. Μια
βοσκοπούλα να κάθεται κάτω από ένα δέντρο με το κοπάδι σκόρπιο γύρω της σε
μια πλαγιά. Ήξερε το όνομά της. Η εποχή ήταν γύρω στο 1400, κάπου στην
κεντρική Ευρώπη, μάλλον στη σημερινή Γερμανία. Φορούσε ρούχα εποχής και είχε
πλεχτή κοτσίδα. Ήταν ένα πεντακάθαρο όνειρο χωίς κίνηση σαν φωτογραφία
στιγμής έντονης που θα θυμόταν κανείς έτσι κι αλλιώς. Ένιωθε τον αέρα του
βουνού, τα χρώματα ήταν έντονα και ήξερε την κοπέλα πολύ καλά σα να ήταν
δικός του άνθρωπος. Όταν ξύπνησε του ήρθε στο νου η φράση του Γκέτε "Ωραία
στιγμή στάσου". Έτσι έγραψε το τραγούδι.

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ
Το τραγούδι αυτό περιγράφει κάποιες νύχτες που έχει ζήσει ο Αλκίνοος και τις
ζει, ευτυχώς όπως λέει, συχνά. Είναι οι ώρες αργά το βράδυ που ξέρει ότι
κανείς δεν περιμένει κάτι από αυτόν, όποια ανεκπλήρωτη υποχρέωση έχει μπορεί
να την αναβάλει μέχρι να ξυπνήσουν οι άνθρωποι και υπάρχει ησυχία -δε
χτυπάει τηλέφωνο, δεν έχει να πάει κάπου. Είναι αυτές οι ώρες που κλείνεται
σ' ένα δωμάτιο ή στο υπόγειο και διαβάζει, ακούει μουσική, ησυχάζει,
αγριεύει..πολλές φορές γίνεται τρελός -ο άνθρωπος μόνος του είναι τρελός.
Και μέσα απ' αυτή τη διαδικασία καμιά φορά βρίσκεται καθισμένος με ένα
μολύβι στο χέρι να γράψει ένα τραγούδι. Μέσα απ'αυτή τη σύγχυση, μέσα απ'
αυτό το μπέρδεμα όλο, μέσα απ' αυτή την εξωφρενική πολλές φορές κατάσταση
βγαίνει κάτι που την επόμενη μέρα όταν το βλέπει αισθάνεται ότι του μιλάει
κα έχει να του πει κάτι, σα να έχει γραφτεί από κάποιον άλλο, από το
νυχτερινό εαυτό. Τις περισσότερες όμως φορές βγαίνουν πράγματα τα οποία δεν
παρουσιάζονται και δεν σηκώνουν επεξεργασία οπότε τα κρατάει, ίσως για
ενθύμιο, και προχωρεί.

Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ
Αφορμή για αυτό το τραγούδι είναι ένα βιβλίο θρησκευτικού, ας πούμε,
περιεχομένου, που λέγεται "Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού". Ουσιαστικά
πρόκειται για το ημερολόγιο ενός Ρώσου προσκυνητή του 18ου αιώνα, ο οποίος
αφού έχασε τη γυναίκα του έφυγε απ' το σπίτι για να κάνει ένα προσκύνημα
κάπου σχετικά κοντά. Περπάτησε λοιπόν, πήγε στο προσκύνημά του. Αφού το
έκανε δεν γύρισε πίσω στο σπίτι, συνέχισε για ένα άλλο προσκύνημα κάπου
αλλού και με αυτόν τον τρόπο διένησε τεράστιες αποστάσεις σε μια εποχή
δύσκολη, διέσχισε τη Ρωσία, έφτασε μέχρι την Ελλάδα, πήγε στο Άγιον Όρος.
Στο βιβλίο αυτό καταγράφεται η πορεία του αυτή και ταυτόχρονα η προσπάθειά
του να εμβαθύνει στη νοερά προσευχή. Εκεί στο Άγιον Όρος ξέχασε το
ημερολόγιό του φεύγοντας για τους Άγιους Τόπους. Το ημερολόγιο κρατήθηκε και
βρέθηκε πολλά χρόνια μετά, μεταφράστηκε στα ελληνικά και εκδόθηκε σε βιβλίο.
Αυτή η πορεία της ανθρωπότητας, αυτό το μαγικό βήμα που κάνεις για να φύγεις
ή για να γυρίσεις του έδωσε την ιδέα αυτού του τραγουδιού.

Other related posts: